κραιπαλάω: Difference between revisions
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κραιπᾰλάω:'''<br /><b class="num">1)</b> чувствовать похмелье (ἐκ τῆς προτεραίας Plat.; ἀλύειν καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[пьянствовать]] ([[οἰκία]] μεστὴ κολάκων κραιπαλώντων Plut.). | |elrutext='''κραιπᾰλάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[чувствовать похмелье]] (ἐκ τῆς προτεραίας Plat.; ἀλύειν καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[пьянствовать]] ([[οἰκία]] μεστὴ κολάκων κραιπαλώντων Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />only in pres., to [[have]] a [[sick]] [[head]]-[[ache]], [[consequent]] [[upon]] a [[debauch]], Ar., Plat. | |mdlsjtxt=<br />only in pres., to [[have]] a [[sick]] [[head]]-[[ache]], [[consequent]] [[upon]] a [[debauch]], Ar., Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 19 August 2022
English (LSJ)
A to be intoxicated, Ar.Pl.298, Plb.15.33.2, Ph.1.260, Plu.Dem.7, Luc.Bis Acc.17, etc.; μειρακίων τινῶν -ώντων Epicur. Fr.114. 2 have a sick headache after a debauch, κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Pl.Smp.176d; ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Alex. 286; εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ' ἡμῖν Id.255.1; παρέξω Λέσβιον, Χῖον... ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν Philyll.24. 3 carouse, revel, D.C.77.17, Alciphr.1.34.
Greek (Liddell-Scott)
κραιπᾰλάω: (κραιπάλη) ἔχω κεφαλαλγίαν μετὰ ναυτίας ὡς ἐπακολούθημα πολυποσίας, Ἀριστοφ. Πλ. 298· κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Πλάτ. Συμπ. 176D· ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 22· εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παραγίγνεθ’ ἡμῖν ὁ αὐτ. ἐν «Φρυγὶ» 1· παρέξω Λέσβιον, Χῖον..., ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 6. ― Τύπος τις εἰς -έω ἀπαντᾷ παρὰ Κυρίλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir la tête lourde par suite de l’ivresse.
Étymologie: κραιπάλη.
Greek Monotonic
κραιπᾰλάω: μόνο στον ενεστ., έχω τρομερό πονοκέφαλο ως συνέπεια πολυποσίας, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραιπαλάω [κραιπάλη] dronken zijn, ook een kater hebben:. ἄλλως τε καὶ κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας vooral als hij nog een kater van de vorige dag heeft Plat. Smp. 176d.
Russian (Dvoretsky)
κραιπᾰλάω:
1) чувствовать похмелье (ἐκ τῆς προτεραίας Plat.; ἀλύειν καὶ κ. Plut.);
2) пьянствовать (οἰκία μεστὴ κολάκων κραιπαλώντων Plut.).
Middle Liddell
only in pres., to have a sick head-ache, consequent upon a debauch, Ar., Plat.