οἰκίσκος: Difference between revisions

From LSJ

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστίwithout health life is no-life, without health life is unlivable

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰκίσκος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> домик или комнатка Dem. etc.;<br /><b class="num">2)</b> клетка для животных Arph.
|elrutext='''οἰκίσκος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[домик или комнатка]] Dem. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[клетка для животных]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκίσκος]], ὁ, [Dim. of [[οἶκος]]<br />a [[small]] [[room]], Dem.
|mdlsjtxt=[[οἰκίσκος]], ὁ, [Dim. of [[οἶκος]]<br />a [[small]] [[room]], Dem.
}}
}}

Revision as of 19:30, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκίσκος Medium diacritics: οἰκίσκος Low diacritics: οικίσκος Capitals: ΟΙΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: oikískos Transliteration B: oikiskos Transliteration C: oikiskos Beta Code: oi)ki/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of οἶκος,
A small room or chamber, D.18.97, Plu.Arat.20, Hdn.7.99.
2 cage, ὀρνίθειος οἰκίσκος Ar.Fr.405, cf. 441, Metag.5, Inscr.Délos 422.11(ii B. C.), Philostr.VS1.21.3.

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, dim. von οἶκος, kleines Haus, Zimmerchen; κἂν ἐν οἰκίσκῳ τις αὑτὸν καθείρξας τηρῇ, Dem. 1 S, 97; Sp., wie Luc. Alex. 15; Plut.; nach Harpocr. bes. ein Verschlag od. Käfig für Thiere; att. für das gewöhnliche ὀρνιθοτροφεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ οἶκος, μικρὸν δωμάτιονθάλαμος, Δημ. 258. 21, Ἡρῳδιαν. 7. 9. 2) ὀρνιθοτροφεῖον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 358, 385, Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maisonnette ou chambrette.
Étymologie: οἶκος.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἰκίσκος) οίκος
(υποκορ. του οίκος) μικρό σε μέγεθος σπίτι, μικρό οίκημα, σπιτάκι
νεοελλ.
ανεξάρτητο κτίσμα, παράρτημα μεγάλης οικοδομής, παράσπιτοοικίσκος κηπουρού»)
αρχ.
1. μικρό δωμάτιο, θάλαμος
2. κλουβί στο οποίο εκτρέφονται ζώα
3. κελλί μοναχού
4. τάφος, μνήμα
5. τόπος στον οποίο αναπέμπονται ευχές προς τον θεό, ευκτήριος οίκος.

Greek Monotonic

οἰκίσκος: ὁ, υποκορ. του οἶκος, μικρό δωμάτιο, θάλαμος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκίσκος:
1) домик или комнатка Dem. etc.;
2) клетка для животных Arph.

Middle Liddell

οἰκίσκος, ὁ, [Dim. of οἶκος
a small room, Dem.