πραΰτροπος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πρᾱΰτροπος:''' мягкосердечный, добродушный, ласковый Plut. | |elrutext='''πρᾱΰτροπος:''' [[мягкосердечный]], [[добродушный]], [[ласковый]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A gentle of mood, τὸ π. τοῦ λόγου Plu.2.493d (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 697] von sanfter Sinnesart, Plut. de am. prol. 1.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱΰτροπος: -ον, πρᾶος τοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 493D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a le caractère doux ; τὸ πραΰτροπον PLUT le bon caractère.
Étymologie: πραΰς, τρόπος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πράος, ήπιος στους τρόπους
2. (και σχετικά με λόγο) γλυκός, ήμερος («τὸ πραΰτροπον τοῦ λόγου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ποικιλό-τροπος].
Russian (Dvoretsky)
πρᾱΰτροπος: мягкосердечный, добродушный, ласковый Plut.