κουρικός: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κουρικός:''' служащий для стрижки или бритья, парикмахерский ([[μάχαιρα]] Plut.).
|elrutext='''κουρικός:''' [[служащий для стрижки или бритья]], [[парикмахерский]] ([[μάχαιρα]] Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κουρικός -ή -όν [κουρά] om te knippen, kappers-.
|elnltext=κουρικός -ή -όν [κουρά] om te knippen, kappers-.
}}
}}

Revision as of 10:57, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρικός Medium diacritics: κουρικός Low diacritics: κουρικός Capitals: ΚΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kourikós Transliteration B: kourikos Transliteration C: kourikos Beta Code: kouriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κουρά) A for cutting the hair, μάχαιραι Plu.Dio9: as substantive, κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb.4292; δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου POxy.646 (ii A. D.). II (κοῦρος A) like a youth. Adv. κουρικῶς Apollon.Lex.s.v. κουρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

κουρικός: -ή, -όν, (κουρὰ) κατάλληλος πρὸς κουράν, μάχαιρα Πλουτ. Δίων 9· αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. (κοῦρος) ὡς νεανίας· ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. κουρίξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à tondre, à raser.
Étymologie: κουρά.

Greek Monolingual

(I)
κουρικός, -ή, -όν (Α) κουρά
1. κατάλληλος για κούρεμαὥστε μηδὲ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας ἀφελεῖν κουρικαῑς μαχαίραις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ.κουρικός (ενν. δίφρος)
το κάθισμα του κουρέα.
(II)
κουρικός, -ή, -όν (Α)
κούρος (Ι)]
νεαρός, νεανικός.
επίρρ...
κουρικώς (Α)
νεανικά.

Russian (Dvoretsky)

κουρικός: служащий для стрижки или бритья, парикмахерский (μάχαιρα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουρικός -ή -όν [κουρά] om te knippen, kappers-.