κραναήπεδος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κραναήπεδος:''' с каменистой почвой, каменистый ([[Δῆλος]] HH). | |elrutext='''κραναήπεδος:''' [[с каменистой почвой]], [[каменистый]] ([[Δῆλος]] HH). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κρᾰνᾰή-πεδος, ον [[πέδον]]<br />with [[hard]] [[rocky]] [[soil]], Hhymn. | |mdlsjtxt=κρᾰνᾰή-πεδος, ον [[πέδον]]<br />with [[hard]] [[rocky]] [[soil]], Hhymn. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A with hard rocky soil, h.Ap.72.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰνᾰήπεδος: -ον, ἔχων ἔδαφος τραχὺ καὶ πετρῶδες, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 72.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol dur ou rocailleux.
Étymologie: κραναός, πέδον.
Greek Monolingual
κραναήπεδος, -ον (Α)
αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα-ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν -η- (πρβλ. στεφαν-ηφόρος) + -πεδος (< -πέδον), πρβλ. ακρήπεδος, επίπεδος].
Greek Monotonic
κρᾰνᾰήπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει σκληρό, βραχώδες έδαφος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
κραναήπεδος: с каменистой почвой, каменистый (Δῆλος HH).