παραστοχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραστοχάζομαι:''' метить, стремиться (τῆς συντομίας Sext.).
|elrutext='''παραστοχάζομαι:''' [[метить]], [[стремиться]] (τῆς συντομίας Sext.).
}}
}}

Revision as of 11:33, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστοχάζομαι Medium diacritics: παραστοχάζομαι Low diacritics: παραστοχάζομαι Capitals: ΠΑΡΑΣΤΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: parastocházomai Transliteration B: parastochazomai Transliteration C: parastochazomai Beta Code: parastoxa/zomai

English (LSJ)

A aim at, τῆς συντομίας S.E.P.3.222 codd., cf. Herod.Med. ap. Orib.5.30.25 : abs., estimate, Sor.1.20.

German (Pape)

[Seite 500] das Ziel verfehlen, τοῦ σκοποῦ, Sp.; – aber auch wonach hinzielen, τινός, Sext. Emp. pyrrh. 3, 222, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

παραστοχάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ νὰ ἐπιτύχω τι, ἀποβλέπω εἰς αὐτὸ, τῆς συντομίας Σέξτ. Ἐμπ. 3. 22. ΙΙ. ἀποτυγχάνω, τοῦ σκοποῦ, τῆς διανοίας Βυζ.

Greek Monolingual

Α
1. (μτβ.) προσπαθώ να επιτύχω κάτι, σκοπεύω, αποβλέπω σε κάτιπαραστοχάζομαι της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)
2. (αμτβ.) τιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ
3. βγαίνω έξω από τον στόχο μου, αποτυγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

παραστοχάζομαι: метить, стремиться (τῆς συντομίας Sext.).