καύσιμος: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καύσῐμος:''' горючий, годный в качестве топлива (ἔκαιον πάντα, ὅσα καύσιμα ἑώρων Xen.): [[ὕλη]] κ. Plat. дрова, топливо. | |elrutext='''καύσῐμος:''' [[горючий]], [[годный в качестве топлива]] (ἔκαιον πάντα, ὅσα καύσιμα ἑώρων Xen.): [[ὕλη]] κ. Plat. дрова, топливо. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:35, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A combustible, ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων X.An.6.3.19; κ. ξύλα Alex.307, PStrassb.117.3 (i A.D.); ὕλη Pl.Lg.849d, Str.16.4.19; ἄχυρον Ostr.Fay.21 (iv A.D.); τούτοις καυσίμοις χρῶνται as fuel, Thphr.HP4.3.2.
German (Pape)
[Seite 1408] brennbar, zu verbrennen; ὕλη Plat. Legg. VIII, 849 d; Xen. An. 6, 3, 9. 12; ξύλα, Brennholz, Alexis in B. A. 105, 4.
Greek (Liddell-Scott)
καύσῐμος: -ον, κατάλληλος πρὸς καῦσιν, εὔφλεκτος, ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων Ξεν. Ἀν. 6. 3, 19· κ. ξύλα, Λατ. cremia, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 73· ὕλη Πλάτ. Νόμ. 849D, Στράβ. 778
French (Bailly abrégé)
[ῐ] ος, ον,
combustible, XÉN. An. 6.3.9, PLAT. Leg. 849d, THPHR. HP 4.3.2.
Étymologie: καίω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καύσιμος, -ον) καύσις
αυτός που μπορεί να καεί, ο κατάλληλος για καύση, αυτός που χρησιμοποιείται για παραγωγή θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον πάντα ὅσα καύσιμα ἑώρων», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.) το καύσιμο
α) καύση, κάψιμο, έγκαυμα
β) (το ουδ., συν. πληθ., ως ουσ.) τα καύσιμα
κάθε μορφής ύλες που με την καύση τους παρέχουν ενέργεια ικανή να χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση διαφόρων αναγκών της κοινωνίας και τών μελών της (α. «στερεά καύσιμα» β. «υγρά καύσιμα»).
Greek Monotonic
καύσῐμος: -ον (καίω), κατάλληλος για καύση, εύφλεκτος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καύσῐμος: горючий, годный в качестве топлива (ἔκαιον πάντα, ὅσα καύσιμα ἑώρων Xen.): ὕλη κ. Plat. дрова, топливо.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καύσιμος -ον [κάω] brandbaar.
Middle Liddell
καύσῐμος, ον καίω
fit for burning, combustible, Xen.