πραόνως: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρᾱόνως:''' спокойно, сдержанно (ἐλέγχειν Arph.).
|elrutext='''πρᾱόνως:''' [[спокойно]], [[сдержанно]] (ἐλέγχειν Arph.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:42, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱόνως Medium diacritics: πραόνως Low diacritics: πραόνως Capitals: ΠΡΑΟΝΩΣ
Transliteration A: praónōs Transliteration B: praonōs Transliteration C: praonos Beta Code: prao/nws

English (LSJ)

Adv. A temperately, Ar.Ra.856, Ael.NA5.39. (Formed from *πραό-νους.)

German (Pape)

[Seite 694] adv. von πραόνοος, zsgzgn πραόνους, sanftmüthig; Ar. Ran. 856; Ael. H. A. 5, 39; vgl. Lob. Phryn. 403; Buttmann nimmt ausführl. Gramm. II p. 263 keine Zusammensetzung, sondern eine metaplastische Nebenform des gewöhnlichen πράως an, als wäre auch ein Positiv πράων da gewesen.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱόνως: Ἐπίρρ. μετὰ πραότητος, πράως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 856, Αἰλ. π. Ζ. 5. 39. (Ἐτυμολογούμενον ὡς ἐκ τοῦ πραόνους, διότι τύπος πράων = πρᾶος, δὲν ὑπάρχει, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 403).

French (Bailly abrégé)

adv.
avec plus de douceur ou de bonté.
Étymologie: πρᾶος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με πραότητα, πράως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ' άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, -ονος). Παρ' όλα αυτά, το επίρρ. πραόνως θα προϋπέθετε την ύπαρξη αμάρτυρου συγκριτ. πράων (πρβλ. ἐλάττων: ἐλασσόνως)].

Greek Monotonic

πρᾱόνως: επίρρ. από *πρᾴων (= πρᾶος), με πραότητα, συγκρατημένα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱόνως: спокойно, сдержанно (ἐλέγχειν Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραόνως [πρᾶος] adv., op een milde wijze.

Middle Liddell

[adverb of *πρᾴων] = πρᾶος
temperately, Ar.