ἐξαπατητικός: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰπᾰτητικός:''' рассчитанный на обман, вводящий в заблуждение (τῶν πολεμίων Xen.; [[εἰκαῖος]] καὶ ἐ. Sext.).
|elrutext='''ἐξᾰπᾰτητικός:''' [[рассчитанный на обман]], [[вводящий в заблуждение]] (τῶν πολεμίων Xen.; [[εἰκαῖος]] καὶ ἐ. Sext.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν <i>adj</i><br />calculated to [[deceive]], Xen.
|mdlsjtxt=ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν <i>adj</i><br />calculated to [[deceive]], Xen.
}}
}}

Revision as of 12:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰπατητικός Medium diacritics: ἐξαπατητικός Low diacritics: εξαπατητικός Capitals: ΕΞΑΠΑΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exapatētikós Transliteration B: exapatētikos Transliteration C: eksapatitikos Beta Code: e)capathtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A calculated to deceive, τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, S.E.M.2.93. Adv. -κῶς Poll.4.24.

German (Pape)

[Seite 870] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπατητικός: -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 24.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à tromper.
Étymologie: ἐξαπατάω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que induce a engaño a c. gen. τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, cf. Poll.4.47
neutr. subst. τὸ εἰκαῖον καὶ ἐξαπατητικόν S.E.M.2.93.
2 adv. -ῶς falazmente Apollon.Lex.128.5, Poll.4.24.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐξαπατητικός, -ή, -όν)
1. ο κατάλληλος ή ικανός να εξαπατά («καὶ τοῦτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», Ξεν.)
2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση, ο παραπλανητικός, ο απατηλός.

Greek Monotonic

ἐξᾰπᾰτητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι προορισμένος να εξαπατήσει, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰπᾰτητικός: рассчитанный на обман, вводящий в заблуждение (τῶν πολεμίων Xen.; εἰκαῖος καὶ ἐ. Sext.).

Middle Liddell

ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν adj
calculated to deceive, Xen.