δωδεκάσκυτος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δωδεκάσκῡτος:''' сделанный из двенадцати кусков кожи ([[σφαῖρα]] Plat., Plut.). | |elrutext='''δωδεκάσκῡτος:''' [[сделанный из двенадцати кусков кожи]] ([[σφαῖρα]] Plat., Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A of twelve strips of leather, σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.
German (Pape)
[Seite 694] σφαῖρα, aus zwölf Lederstücken zusammengesetzter Ball, Plat. Phaed. 110 b.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάσκῡτος: -ον, ἐκ δώδεκα τεμαχίων διαφόρως κεχρωματισμένου δέρματος, σφαῖρα Πλάτ. Φαίδωνι 110Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1003D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé de douze peaux.
Étymologie: δώδεκα, σκῦτος.
Spanish (DGE)
-ον
de doce piezas de cuero σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.
Greek Monolingual
δωδεκάσκυτος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από δώδεκα κομμάτια δέρματος.
Greek Monotonic
δωδεκάσκῡτος: -ον, αυτός που αποτελείται από δώδεκα κομμάτια δέρματος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάσκῡτος: сделанный из двенадцати кусков кожи (σφαῖρα Plat., Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωδεκάσκυτος -ον [δώδεκα, σκῦτος] van twaalf stukken leer.