καταβλώσκω: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταβλώσκω:''' проходить (насквозь или вдоль) ([[ἄστυ]] Hom.). | |elrutext='''καταβλώσκω:''' [[проходить]] (насквозь или вдоль) ([[ἄστυ]] Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:10, 20 August 2022
English (LSJ)
poet. for κατέρχομαι, A go down or through, ἄστυ καταβλώσκοντα Od.16.466; πόληος νόσφι A.R.1.322; of seamen, Lyc.1068 (in irreg. fut. -βλώξω); of a stream, A.R.4.227.
German (Pape)
[Seite 1340] (s. βλώσκω), durch-, entlanggehen; ἄστυ καταβλώσκοντα Od. 16, 466; ποταμοῖο καταβλώσκοντε ῥεέθρῳ Ap. Rh. 4, 227. – Ein fut. καταβλώξουσι bildet Lycophr. 1068.
Greek (Liddell-Scott)
καταβλώσκω: ποιητ. ἀντὶ κατέρχομαι, καταβαίνω, εἰς ἄστυ καταβλώσκοντα Ὀδ. Π. 466· πόληος νόσφι κταβλώσκοντας Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 322· ἐπὶ ναυτῶν, Λυκόφρ. 1068 (ἐν τῷ ἀνωμάλῳ μέλλ. -βλώξω)· ― ἐπὶ ποταμοῦ ἢ ῥύακος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 227.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
traverser en courant, acc..
Étymologie: κατά, βλώσκω.
Greek Monolingual
καταβλώσκω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. (για ποτάμι) διέρχομαι, περνώ διά μέσου κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βλώσκω «έρχομαι»].
Greek Monotonic
καταβλώσκω: κατεβαίνω, κατέρχομαι μέσω οδού, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
καταβλώσκω: проходить (насквозь или вдоль) (ἄστυ Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βλώσκω door... heen gaan, met acc.: ἄστυ κ. door de stad gaan Od. 16.466.