λυρογηθής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῠρογηθής:''' наслаждающийся лирой ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | |elrutext='''λῠρογηθής:''' [[наслаждающийся лирой]] ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λῠρο-γηθής, ές [[γηθέω]]<br />delighting in the [[lyre]], Anth. | |mdlsjtxt=λῠρο-γηθής, ές [[γηθέω]]<br />delighting in the [[lyre]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:14, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A delighting in the lyre, AP9.525.12, An.Par.4.350.
Greek (Liddell-Scott)
λῠρογηθής: -ές, ὁ χαίρων, τερπόμενος τῇ λύρᾳ, Ἀνθ. Π. 9. 525, Ἀν. Παρ. σ. 4. 350.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime la lyre.
Étymologie: λύρα, γηθάω.
Greek Monolingual
λυρογηθής, -ές (Α)
αυτός που τέρπεται παίζοντας λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνογηθής, χθονογηθής].
Greek Monotonic
λῠρογηθής: -ές (γηθέω), αυτός που χαίρεται, που τέρπεται από το παίξιμο της λύρας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῠρογηθής: наслаждающийся лирой (Ἀπόλλων Anth.).