μεσημβριάζω: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεσημβριάζω:''' предаваться полуденному отдыху (μεσημβριάζοντα εὕδειν Plat.). | |elrutext='''μεσημβριάζω:''' [[предаваться полуденному отдыху]] (μεσημβριάζοντα εὕδειν Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεσημβρῐάζω, [from [[μεσημβρία]] [for μεσημερία]<br />to [[pass]] the [[noon]], Lat. meridiari, μεσημβριάζοντα εὕδειν to [[sleep]] at [[noon]], Plat. | |mdlsjtxt=μεσημβρῐάζω, [from [[μεσημβρία]] [for μεσημερία]<br />to [[pass]] the [[noon]], Lat. meridiari, μεσημβριάζοντα εὕδειν to [[sleep]] at [[noon]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 20 August 2022
English (LSJ)
A pass the noon: μεσημβριάζοντα εὕδειν to sleep at noon, Pl.Phdr. 259a. 2 of the sun or stars, culminate, Poll.4.157, 158; μεσημβριάζοντος τοῦ θεοῦ Porph.Antr.27.
German (Pape)
[Seite 137] Mittag machen, ausruhen, Mittagsruhe halten, ὥςπερ πρόβατα μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὕδειν, Plat. Phaedr. 259 a u. Sp.; auch von der Sonne, im Mittag stehen, = μεσουρανέω, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
μεσημβρῐάζω: διέρχομαι τὴν μεσημβρίαν, Λατ. meridiari, ἰδίως κατὰ μετοχ., ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνη εὕδειν, ὡς πρόβατα ἀναπαυόμενα κατὰ τὴν μεσημβρίαν να κοιμῶνται πλησίον τῆς πηγῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α. 2) ἐπὶ τοῦ ἡλίου, εἶμαι ἐν τῷ μεσημβρινῷ, μεσουρανέω, Πολυδ. Δ΄, 157, 158, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 27.
French (Bailly abrégé)
1 se reposer vers midi, faire la sieste;
2 être à midi.
Étymologie: μεσημβρία.
Greek Monolingual
μεσημβριάζω και μεσημβρίζω και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, -άω (Α) μεσημβρία
1. διέρχομαι τη μεσημβρία, περνώ το μεσημέρι, αναπαύομαι κατά το μεσημέρι («ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», Πλάτ.)
2. (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον μεσημβρινό, μεσουρανώ.
Greek Monotonic
μεσημβρῐάζω: διέρχομαι το μεσημέρι, Λατ. meridiari, μεσημβριάζοντα εὕδειν, κοιμάμαι το μεσημέρι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μεσημβριάζω: предаваться полуденному отдыху (μεσημβριάζοντα εὕδειν Plat.).
Middle Liddell
μεσημβρῐάζω, [from μεσημβρία [for μεσημερία]
to pass the noon, Lat. meridiari, μεσημβριάζοντα εὕδειν to sleep at noon, Plat.