προκαταπλέω: Difference between revisions
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προκαταπλέω:''' ранее отплывать (ὀλίγαις ἡμέραις [[πρότερον]] π. ἐπὶ τὴν Μεσσήνην Polyb.). | |elrutext='''προκαταπλέω:''' [[ранее отплывать]] (ὀλίγαις ἡμέραις [[πρότερον]] π. ἐπὶ τὴν Μεσσήνην Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -[[πλεύσομαι]]<br />to [[sail]] [[down]] [[before]], Polyb. | |mdlsjtxt=fut. -[[πλεύσομαι]]<br />to [[sail]] [[down]] [[before]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 20 August 2022
English (LSJ)
A sail down before, Plb.1.21.4.
German (Pape)
[Seite 728] (s. πλέω), vorher hinabschiffen, Pol. 1, 21, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταπλέω: καταπλέω πρότερον, Πολύβ. 1. 21, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s’embarquer ou faire une traversée auparavant.
Étymologie: πρό, καταπλέω.
Greek Monolingual
Α
καταπλέω σε λιμάνι εκ τών προτέρων («μετὰ νεῶν ἐπτακαίδεκα προκατέπλευσεν εἰς τὴν Μεσσήνην», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταπλέω «ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι»].
Greek Monotonic
προκαταπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, καταπλέω από πριν, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
προκαταπλέω: ранее отплывать (ὀλίγαις ἡμέραις πρότερον π. ἐπὶ τὴν Μεσσήνην Polyb.).