πολύρριζος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύρριζος:''' со многими корнями ([[θάμνος]] Anth.).
|elrutext='''πολύρριζος:''' [[со многими корнями]] ([[θάμνος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολύρ-ριζος, ον, [[ῥίζα]]<br />with [[many]] roots, Anth.
|mdlsjtxt=πολύρ-ριζος, ον, [[ῥίζα]]<br />with [[many]] roots, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρριζος Medium diacritics: πολύρριζος Low diacritics: πολύρριζος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: polýrrizos Transliteration B: polyrrizos Transliteration C: polyrrizos Beta Code: polu/rrizos

English (LSJ)

ον, A with many roots, Id.HP9.10.2, Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyt.); full of roots, γῆ Gp.3.10.8. 2 bearing many ῥίζαι, i.e. fertile in herbs. Str.5.3.6,15.1.22. 3 metaph., firmly rooted, πολιτεία Plu.2.787f. 4 fibrous, of tissue in malignant disease, Hp. Mul.2.156. II πολύρριζον, τό, = ἑλλέβορος μέλας, Dsc.4.162. 2 = πτερίς, ib.184. 3 = ἐπιμήδιον, Ps.-Dsc.4.19.

Greek (Liddell-Scott)

πολύρριζος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6. ΙΙ. πολύρριζον, τό, συνώνυμ. τῷ ἐπιμήδιον, Διοσκ. 4. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses racines.
Étymologie: πολύς, ῥίζα.

Greek Monolingual

και πολύριζος, -η, -ο / πολύρριζος και πολύριζος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτά) αυτός που έχει πολλές ρίζες
2. (για έδαφος) γόνιμος
μσν.-αρχ.
(για γη) ο γεμάτος ρίζες
αρχ.
1. (για ιστό σε κακοήθη ασθένεια) ινώδης
2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύρριζον
α) το φυτό ελλέβορος
β) το φυτό επιμήδιο
γ) το φυτό πτέριδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. βαθύ-ρριζος].

Greek Monotonic

πολύρριζος: -ον (ῥίζα), αυτός που έχει πολλές ρίζες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύρριζος: со многими корнями (θάμνος Anth.).

Middle Liddell

πολύρ-ριζος, ον, ῥίζα
with many roots, Anth.