προσκαταγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσκαταγιγνώσκω:''' присуждать (τινί τι Dem.).
|elrutext='''προσκαταγιγνώσκω:''' [[присуждать]] (τινί τι Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[γνώσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[condemn]] [[besides]], [[Antipho]].<br /><b class="num">II.</b> to [[award]] to, τί τινι Dem.
|mdlsjtxt=fut. -[[γνώσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to [[condemn]] [[besides]], [[Antipho]].<br /><b class="num">II.</b> to [[award]] to, τί τινι Dem.
}}
}}

Revision as of 13:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταγιγνώσκω Medium diacritics: προσκαταγιγνώσκω Low diacritics: προσκαταγιγνώσκω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: proskatagignṓskō Transliteration B: proskatagignōskō Transliteration C: proskatagignosko Beta Code: proskatagignw/skw

English (LSJ)

A condemn besides, Antipho 3.3.4 (Pass.). II adjudge, award to, αὐτοῖς τὰ χωρία -γνώσεται D.55.32.

German (Pape)

[Seite 767] (s. γιγνώσκω), 1) noch dazu, obendrein verurtheilen, αὐθέντην προσκαταγνωσθέντα, Antiph. 3 γ 4. – 2) zusprechen, Dem. 55, 32, ζητοῦσι διαιτητήν, ὅστις αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταγιγνώσκω: καταγιγνώσκω, καταδικάζω, Ἀντιφῶν 122. 14. ΙΙ. ἐπιδικάζω, τινί τι Δημ. 1281. 3.

French (Bailly abrégé)

1 condamner en outre;
2 adjuger.
Étymologie: πρός, καταγιγνώσκω.

Greek Monolingual

Α
1. καταδικάζω επί πλέον
2. επιδικάζω κάτι σε κάποιον, κατακυρώνω κάτι ως κτήμα κάποιου («αὐτοῖς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταγιγνώσκω «αποδίδω σε κάποιον κάτι, κατηγορώ, καταδικάζω»].

Greek Monotonic

προσκαταγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι,
I. καταδικάζω, σε Αντιφών.
II. επιδικάζω, τί τινι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσκαταγιγνώσκω: присуждать (τινί τι Dem.).

Middle Liddell

fut. -γνώσομαι
I. to condemn besides, Antipho.
II. to award to, τί τινι Dem.