καταρκέω: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταρκέω:''' быть вполне достаточным: [[χώρη]] [[οὐδεμία]] καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Her. ни один край не является вполне самодовлеющим; ἐμοὶ [[φῶς]] ἓν ἡλίου καταρκέσει Eur. мне хватит одного дня; καταρκεῖ impers. Soph. достаточно. | |elrutext='''καταρκέω:''' [[быть вполне достаточным]]: [[χώρη]] [[οὐδεμία]] καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Her. ни один край не является вполне самодовлеющим; ἐμοὶ [[φῶς]] ἓν ἡλίου καταρκέσει Eur. мне хватит одного дня; καταρκεῖ impers. Soph. достаточно. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 15:05, 20 August 2022
English (LSJ)
A to be fully sufficient, Χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Hdt.1.32; ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει E.Rh.447; πρὸς τὰς παρασκευάς Jul.Or.1.29c: impers., it is enough, καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός S.Fr.86.
German (Pape)
[Seite 1374] = simpl.; c. partic., Her. 1, 32; imperf., = ἀπόχρη, Soph. frg. 107; ἐμοὶ δὲ φῶς καταρκέσει Eur. Rhes. 447.
Greek (Liddell-Scott)
καταρκέω: Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς ἀρκετός, μετὰ μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447·- ἀπροσ., εἶναι ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suffire largement ; avec un part. suffire à faire qch.
Étymologie: κατά, ἀρκέω.
Greek Monotonic
καταρκέω: μέλ. -έσω, είμαι ολότελα αυτάρκης, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καταρκέω: быть вполне достаточным: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Her. ни один край не является вполне самодовлеющим; ἐμοὶ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Eur. мне хватит одного дня; καταρκεῖ impers. Soph. достаточно.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αρκέω geheel voldoende zijn, met nom. en ptc.: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα geen enkel land is volledig in staat in zijn eigen behoeften te voorzien Hdt. 1.32.8.
Middle Liddell
fut. έσω
to be fully sufficient, Hdt., Eur.