θαλαμηγός: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον") |
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thalamigos | |Transliteration C=thalamigos | ||
|Beta Code=qalamhgo/s | |Beta Code=qalamhgo/s | ||
|Definition=όν, (ἄγω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[carrying]] [[θάλαμοι]]: as [[substantive]], <b class="b3">θ., ὁ</b>, | |Definition=όν, (ἄγω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[carrying]] [[θάλαμοι]]: as [[substantive]], <b class="b3">θ., ὁ</b>, [[Egyptian house-boat]] or [[barge]], <span class="bibl">Str.17.1.15</span> (also <b class="b3">πλοῖον θ</b>. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1650.20</span> (i/ii A.D.); and [[θαλαμηγός]] (sc. [[ναῦς]]), ἡ, ib.<span class="bibl">1738.2</span> (iii A.D.)); [[state-barge]], <span class="bibl">Callix.1</span>, <span class="bibl">D.S.1.85</span>; [[θαλαμηγόν]], [[τό]], App.<span class="title">Prooem.</span>10.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:06, 20 August 2022
English (LSJ)
όν, (ἄγω) A carrying θάλαμοι: as substantive, θ., ὁ, Egyptian house-boat or barge, Str.17.1.15 (also πλοῖον θ. POxy.1650.20 (i/ii A.D.); and θαλαμηγός (sc. ναῦς), ἡ, ib.1738.2 (iii A.D.)); state-barge, Callix.1, D.S.1.85; θαλαμηγόν, τό, App.Prooem.10.
German (Pape)
[Seite 1181] einen θάλαμος führend; bei Ath. V, 204 e κατεσκεύασεν ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην, wie σκάφαι θαλαμηγοί Strab. XVII, 800, eine Art ägyptischer Schiffe mit Zimmern versehen u. prächtig ausgestattet, eine Art Gondel; vgl. D. Sic. 1, 85; Sueton. Caes. 52.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμηγός: -όν, (ἄγω) ὁ ἔχων θάλαμον· ὡς οὐσιαστ., θαλ., ὁ, Αἰγυπτ. βασιλικὸν πλοῖον, Λατ. navis cubiculata, σκάφαι θαλαμηγοὶ Στράβων 800· κατεσκεύασεν ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον, τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην Ἀθήν. 204D, Διόδ. 1· 85· ὡσαύτως θαλαμηγόν, τό, θαλαμηγὰ χρυσόπρυμνα καὶ χρυσέμβολα Ἀππ. προοίμ. 10.
Greek Monolingual
-ό (Α θαλαμηγός, -όν)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η θαλαμηγός ή το ουδ. ως ουσ. το θαλαμηγό
α) ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο πλοίο, συνήθως ελαφρύ και σχετικά μικρό, το οποίο χρησιμοποιείται για αγώνες
β) πολυτελές και άνετο πλοίο με αναπαυτικούς θαλάμους («κατεσκεύασε... ποτάμιον πλοῖον, τήν θαλαμηγόν καλουμένην», Καλλίξ.)
αρχ.
(για πλοίο) αυτό που έχει θαλάμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ηγός (< άγω, με λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. κυνηγός, στρατηγός)].
Russian (Dvoretsky)
θᾰλᾰμηγός: ἡ (sc. σκάφη) барка с внутренними помещениями, гондола с каютами (в Египте) Diod.