ξυνήϊος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksyniios
|Transliteration C=ksyniios
|Beta Code=cunh/i+os
|Beta Code=cunh/i+os
|Definition=η, ον, Ep. and Ion. ([[ξύνειος]] is not found), <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">common :</b> neut. pl. <b class="b3">ξυνήϊα, τά,</b> [[common stock]], <span class="bibl">Il.1.124</span>, <span class="bibl">23.809</span>.</span>
|Definition=η, ον, Ep. and Ion. ([[ξύνειος]] is not found), <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">common:</b> neut. pl. <b class="b3">ξυνήϊα, τά,</b> [[common stock]], <span class="bibl">Il.1.124</span>, <span class="bibl">23.809</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:10, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῡνήϊος Medium diacritics: ξυνήϊος Low diacritics: ξυνήϊος Capitals: ΞΥΝΗΪΟΣ
Transliteration A: xynḗïos Transliteration B: xynēios Transliteration C: ksyniios Beta Code: cunh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ep. and Ion. (ξύνειος is not found), A common: neut. pl. ξυνήϊα, τά, common stock, Il.1.124, 23.809.

German (Pape)

[Seite 282] ep. u. ion. für ξύνειος, = ξυνός, gemeinsam; οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα, Il. 1, 124, gemeinsames Eigenthum, das dem ganzen Heere gehört, noch nicht vertheilt ist, vgl. 23, 809.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
épq. et ion. p. *ξύνειος, c. ξυνός.

Greek Monolingual

ξυνήϊος, -ΐη, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα
κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. θε-ήϊος). Ο τ. ξυνήϊα αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., κατά τα ξενήϊα, πρεσβήϊα].

Greek Monotonic

ξῡνήϊος: -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί ξύνειος, που δεν απαντά· ξυνήϊα, κοινή περιουσία, κοινό απόθεμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ξῡνήϊος: эп.-ион. = ξυνός.