τρομώδης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />tremblant.<br />'''Étymologie:''' [[τρόμος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />tremblant.<br />'''Étymologie:''' [[τρόμος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:44, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρομώδης Medium diacritics: τρομώδης Low diacritics: τρομώδης Capitals: ΤΡΟΜΩΔΗΣ
Transliteration A: tromṓdēs Transliteration B: tromōdēs Transliteration C: tromodis Beta Code: tromw/dhs

English (LSJ)

ες, A trembling, quivering, τρομώδεις ἔθνῃσκον Str.15.2.6; σάρξ Plu.2.689c; of delirious persons, χεῖρες, γλῶσσαι, Hp.Acut.42, Prorrh.1.20; πυρετοί Id.Fract. 11. Adv. -δῶς Gal.7.69, Steph. in Hp. 1.99D.

Greek (Liddell-Scott)

τρομώδης: -ες, (εἶδος) ὁ τρέμων, κατεχόμενος ὑπὸ τρόμου, χεῖρες Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· πυρετοὶ τρομώδεις, μετὰ τρόμου, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 759. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στεφάνου Σχόλ. εἰς Ἱππ. σ. 99, 118, ἔκδ. Dietz. Osann.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
tremblant.
Étymologie: τρόμος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / τρομώδης, -ῶδες, ΝΑ τρόμος
αυτός που εμφανίζει ταχεία παλμική κίνηση, τρεμουλιαστός (α. «τρομώδης φωνή» β. «τρομώδεες... χεῑρες», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τρομώδες
μουσ. όρος που παλαιότερα ήταν σε χρήση ως συνώνυμο του βιμπράτο και δηλώνει την άσκηση, στις χορδές ενός οργάνου, γρήγορων ώσεων και έλξεων ώστε να παράγονται ήχοι χωρίς καμιά διακοπή συνέχειας, αλλ. τρέμολο
2. φρ. α. «τρομώδες παραλήρημα»
ιατρ. διανοητική ταραχή τοξικής αιτιολογίας, που προσβάλλει κυρίως τους αλκοολικούς
β) «τρομώδης παράλυση»
ιατρ. άλλη ονομασία για τη νόσο του Πάρκινσον.
επίρρ...
τρομωδῶς ΜΑ
με τρομώδη τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

τρομώδης: дрожащий, трепещущий Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρομώδης -ες [τρόμος] trillend, bevend (van koortsen).