ἔνηχος: Difference between revisions
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)") |
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> mús. [[de percusión]], [[que suena por percusión]] ὄργανα op. [[ἔγχορδος]] | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> mús. [[de percusión]], [[que suena por percusión]] ὄργανα op. [[ἔγχορδος]] ‘[[de cuerda]]’, Phillis en Ath.636c.<br /><b class="num">2</b> [[ruidoso]], [[bronco]], [[cavernoso]] [[ἀναπνοή]] Anon.Med.<i>Acut.Chron</i>.3.2.1<br /><b class="num">•</b>[[que causa estrépito]], [[estruendoso]] subst. τὰ ἔνηχα (<i>sc</i>. ὕδατα) Philostr.<i>VA</i> 6.26.<br /><b class="num">3</b> [[que resuena]] en los oídos ἡ μεγάλη φωνὴ καὶ τοῖς ἐμοῖς ὠσὶν [[ἔνηχος]] Gr.Naz.M.36.601C, cf. <i>Ep</i>.173.3<br /><b class="num">•</b>[[audible]], [[que suena]] τῶν μερῶν [[αὐτοῦ]] (<i>sc</i>. τοῦ πυρός) ὄντων ὁρατῶν καὶ ἀοράτων, ἐνήχων καὶ ἀνήχων en la teoría gnóstica del fuego supracelestial, Hippol.<i>Haer</i>.6.11.1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔνηχος]], -ον (AM) [[ήχος]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[γνώστης]], [[έμπειρος]], ειδήμων<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη [[μνήμη]] ή στην [[ακοή]], έχει καθαρό [[ακουστικό]] ερεθισμό, ο [[έναυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει ήχο, [[ψίθυρο]], φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (για πνευστά μουσικά όργανα) αυτός που ηχεί από [[μέσα]] (αντίθετο στο [[έγχορδος]]) («τὰ μὲν γὰρ ἔγχορδα, τὰ δὲ ἔνηχα κατεσκεύασται», <b>Αθήν.</b>). | |mltxt=[[ἔνηχος]], -ον (AM) [[ήχος]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[γνώστης]], [[έμπειρος]], ειδήμων<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη [[μνήμη]] ή στην [[ακοή]], έχει καθαρό [[ακουστικό]] ερεθισμό, ο [[έναυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει ήχο, [[ψίθυρο]], φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (για πνευστά μουσικά όργανα) αυτός που ηχεί από [[μέσα]] (αντίθετο στο [[έγχορδος]]) («τὰ μὲν γὰρ ἔγχορδα, τὰ δὲ ἔνηχα κατεσκεύασται», <b>Αθήν.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2022
English (LSJ)
ον,
A sounding within, of wind instruments (τὰ ἔνηχα), opp. ἔγχορδος, Phillis ap.Ath.14.636c: generally, sounding, noisy, ἀναπνοή Herod. Med. in Rh.Mus.58.77; ἔνηχα ὕδατα Philostr.VA6.26.
II c. gen., acquainted, conversant with, LXXSi.prol.9 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 841] einen Ton in sich habend, bei Ath. XIV, p. 636 c, im Ggstz von ἔγχορδα, Blaseinstrument; rauschend, κύμασι Philostr. v. Apoll. 6, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνηχος: -ον, ὁ ἔχων ἦχον, ὁ ἠχῶν, ἐπὶ πνευστῶν ὀργάνων, τὰ μὲν γὰρ ἔγχορδα, τὰ δὲ ἔνηχα κατεσκεύασται Ἀθήν. 636C· ἔνηχα ὕδατα Φιλόστρ. 226· ἔναυλος, ἔτι ἔνηχον ταῖς ἐμαῖς ἀκοαῖς Γρηγ.
Spanish (DGE)
-ον
1 mús. de percusión, que suena por percusión ὄργανα op. ἔγχορδος ‘de cuerda’, Phillis en Ath.636c.
2 ruidoso, bronco, cavernoso ἀναπνοή Anon.Med.Acut.Chron.3.2.1
•que causa estrépito, estruendoso subst. τὰ ἔνηχα (sc. ὕδατα) Philostr.VA 6.26.
3 que resuena en los oídos ἡ μεγάλη φωνὴ καὶ τοῖς ἐμοῖς ὠσὶν ἔνηχος Gr.Naz.M.36.601C, cf. Ep.173.3
•audible, que suena τῶν μερῶν αὐτοῦ (sc. τοῦ πυρός) ὄντων ὁρατῶν καὶ ἀοράτων, ἐνήχων καὶ ἀνήχων en la teoría gnóstica del fuego supracelestial, Hippol.Haer.6.11.1.
Greek Monolingual
ἔνηχος, -ον (AM) ήχος
(για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων
μσν.
αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος
αρχ.
1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.)
2. (για πνευστά μουσικά όργανα) αυτός που ηχεί από μέσα (αντίθετο στο έγχορδος) («τὰ μὲν γὰρ ἔγχορδα, τὰ δὲ ἔνηχα κατεσκεύασται», Αθήν.).