προεέργω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=3ᵉ sg. <i>impf.</i> προέεργε;<br />empêcher : τινα ὁδεύειν IL qqn de s’avancer.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐέργω]].
|btext=3ᵉ sg. <i>impf.</i> προέεργε;<br />empêcher : τινα ὁδεύειν IL qqn de s'avancer.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐέργω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:00, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεέργω Medium diacritics: προεέργω Low diacritics: προεέργω Capitals: ΠΡΟΕΕΡΓΩ
Transliteration A: proeérgō Transliteration B: proeergō Transliteration C: proeergo Beta Code: proee/rgw

English (LSJ)

Ep. for Προείργω, A hinder or stop by standing before, c.acc. et inf., πάντας προέεργε ὁδεύειν Il.11.569.

German (Pape)

[Seite 718] ep. statt προείργω, vorher abhalten, hindern, πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, Il. 11, 569.

Greek (Liddell-Scott)

προεέργω: Ἐπικ. ἀντὶ προείργω, ἐμποδίζω ἢ σταματῶ ἱστάμενος ἔμπροσθεν, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, «πάντας, φησί, τοὺς Τρῶας, ἐπὶ τὰς ναῦς ὁρμῶντας, Αἴας ἀντιτασσόμενος ἐκώλυεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Λ. 569.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. προέεργε;
empêcher : τινα ὁδεύειν IL qqn de s'avancer.
Étymologie: πρό, ἐέργω.

English (Autenrieth)

(ϝέργω): hinder (by standing before), w. inf., ipf., Il. 11.569†.

Greek Monolingual

και άχρ. τ. προείργω Α
(επικ. τ.) εμποδίζω ή σταματώ κάποιον στεκόμενος μπροστά του («πάντως δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐέργω, άλλος τ. του ἔργω «εμποδίζω, αποτρέπω»].

Greek Monotonic

προεέργω: Επικ. αντί -είργω, σταματώ με το να στέκομαι μπροστά, με αιτ. και απαρ., προέεργε πάντας ὁδεύειν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

προεέργω: (= * προείργω) препятствовать, мешать (τινὰ ὁδεύειν Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εέργω, ep., verhinderen:. πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν hij verhinderde allen naar de snelle schepen te gaan Il. 11.569.

Middle Liddell

[epic for -είργω]
to stop by standing before, c. acc. et inf., προέεργε πάντας ὁδεύειν Il.