διερείδω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διερείδω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подпирать]] (sc. οἰκίας Plut.); med. опираться (σκίπωνι Eur.; τὸ [[σχῆμα]] τῇ βακτηρίᾳ Arph.);<br /><b class="num">2)</b> med. противиться, сопротивляться (πρός τι Polyb., Plut. и περί τινος Polyb.).
|elrutext='''διερείδω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подпирать]] (sc. οἰκίας Plut.); med. опираться (σκίπωνι Eur.; τὸ [[σχῆμα]] τῇ βακτηρίᾳ Arph.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[противиться]], [[сопротивляться]] (πρός τι Polyb., Plut. и περί τινος Polyb.).
}}
}}

Revision as of 16:15, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερείδω Medium diacritics: διερείδω Low diacritics: διερείδω Capitals: ΔΙΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: diereídō Transliteration B: diereidō Transliteration C: diereido Beta Code: dierei/dw

English (LSJ)

A prop up, Plu.2.529c, Luc.VH2.1. 2 hold apart, as the collar-bones do the shoulders, Sor.2.63: so metaph., of vowels, thrust apart, D.H.Comp.22. II Med., lean upon, τινί E.Hec.66: c. acc., σχῆμα βακτηρίᾳ δ. lean one's body on... Ar.Ec.150. 2 δ. πρός τι set oneself firmly, struggle against... Plb.21.24.14, Plu.Phil. 17, prob. in Phld.D.3Fr.32; περί τινος for a thing, Plb.5.84.3.

Greek (Liddell-Scott)

διερείδω: μέλλ. -σω, ὑποστηρίζω, Πλούτ. 2. 529C. ΙΙ. μέσ., στηρίζομαι, «ἀκκουμβῶ», τινι Εὐρ. Ἑκ. 66· - μετ᾽ αἰτιατ. σχῆμα βακτηρίᾳ δ., στηρίζω τὸ σῶμά μου ἐπάνω είς…, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 150. 2) δ. πρός τι, στηρίζομαι στερεῶς, ἀνθίσταμαι ἰσχυρῶς…, Πολύβ. 22. 7, 14, Πλούτ. Φιλοπ. 17· περί τινος, διά τι πρᾶγμα, Πολυβ. 5. 84, 3.

French (Bailly abrégé)

appuyer ou enfoncer à travers ou entre;
Moy. διερείδομαι s'appuyer sur, τινι : δ. πρός τι résister fortement à qch.
Étymologie: διά, ἐρείδω.

Spanish (DGE)

I 1apuntalar οἰκίας Plu.2.529c, μεγάλοις δοκοῖς τὸ στόμα διερείδοντες apuntalando la boca (de una ballena) con grandes troncos Luc.VH 2.1
fig. τὴν ψυχήν Cyr.Al.M.69.744C
c. ac. int. διερείσας διερείσματα εἰς τοὺς ἰκριωτῆρας colocando viguetas en los andamios, IG 22.1668.80 (IV a.C.)
sujetar en v. pas. τὰ περὶ τὸ στῆθος ... ταῖς ... κλεισίν Sor.142.29.
2 mantener separados σιωπὴ ... διερείδουσα τῶν μορίων un silencio separa las partes de vocales que no forman diptongo, D.H.Comp.22.19.
II en v. med.
1 tr. apoyar διερεισαμένη τὸ σχῆμα βακτηρίᾳ Ar.Ec.150, τοῖν ποδοῖν τὴν βάσιν εἰς τὸ ἑδραῖον διερεισάμενος Hld.10.31.3.
2 intr. apuntalarse, apoyarse firmemente, sustentarse σκωλιῷ σκίπωνι χερὸς διερειδομένα apoyándome en el oblicuo bastón del brazo E.Hec.66, σκήπτρῳ E.Tr.150, τῷ θυρεῷ D.H.3.20.1, τοῖς κώλοις D.H.Comp.20.12, de un candelabro ξύλῳ διερειδόμενον Gr.Nyss.V.Mos.90.7, ἐπὶ τὰ κέρατα Aesop.9.1.
3 enfrentarse firmemente καθάπερ ἀγαθὸς κυβερνήτης πρὸς κῦμα διερειδόμενος Plu.Phil.17, cf. Aem.9, 2.341e, en la palestra, Ph.1.199
fig. resistirse firmemente φιλοτίμως δὲ πρὸς τοῦτο Plb.21.24.14, πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Phld.D.3.fr.32a
indicando la causa disputar, pelear testarudamente περὶ τῆς χώρας Plb.5.84.3, Σκιπίωνι ... πολλὰ διερεισάμενος ἐν τῇ πολιτείᾳ tras haber sostenido numerosas luchas políticas con Escipión Plu.Cat.Ma.15.

Russian (Dvoretsky)

διερείδω:
1) подпирать (sc. οἰκίας Plut.); med. опираться (σκίπωνι Eur.; τὸ σχῆμα τῇ βακτηρίᾳ Arph.);
2) med. противиться, сопротивляться (πρός τι Polyb., Plut. и περί τινος Polyb.).