περιζώστρα: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιζώστρα:''' ἡ повязка Theocr. | |elrutext='''περιζώστρα:''' ἡ [[повязка]] Theocr. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A apron, Anaxandr. 69. II ribbon twined round a garland, dub. in Theoc.2.122.
German (Pape)
[Seite 576] ἡ, Gurt, Gürtel, Schurz, Theocr. 2, 121; Poll. 2, 166. 7, 65.
Greek (Liddell-Scott)
περιζώστρα: ἡ, περίζωμα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. ταινία περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 tablier;
2 bandelette.
Étymologie: περί, ζώννυμι.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ζώνη γύρω από κάτι
2. νεοελλ. σχοινί γύρω από τη βάρκα για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην προβλήτα ή με άλλα πλοία
μσν.-αρχ.
ζώνη γύρω από κάτι
αρχ.
ταινία από ύφασμα δεμένη γύρω από στεφάνι με λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιζώννυμι + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].
Greek Monotonic
περιζώστρα: ἡ,
I. ποδιά,
II. κορδέλα, ταινία πλεγμένη γύρω από στεφάνι, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
περιζώστρα: ἡ повязка Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιζώστρα -ας, ἡ [περιζώννυμι] lint.
Middle Liddell
περι-ζώστρα, ἡ,
I. an apron.
II. a ribbon twined round a garland, Theocr.