ἐπικηρυκεία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπικηρῡκεία:''' ἡ посольство для ведения переговоров о мире или мирные переговоры (πρὸς Λακεδαιμονίους Dem.; πρὸς ἀλλήλους Polyb.; αἱ ἐν τοῖς πολέμοις ἐπικηρυκεῖαι Diod.).
|elrutext='''ἐπικηρῡκεία:''' ἡ [[посольство для ведения переговоров о мире или мирные переговоры]] (πρὸς Λακεδαιμονίους Dem.; πρὸς ἀλλήλους Polyb.; αἱ ἐν τοῖς πολέμοις ἐπικηρυκεῖαι Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 10:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικηρῡκεία Medium diacritics: ἐπικηρυκεία Low diacritics: επικηρυκεία Capitals: ΕΠΙΚΗΡΥΚΕΙΑ
Transliteration A: epikērykeía Transliteration B: epikērykeia Transliteration C: epikirykeia Beta Code: e)pikhrukei/a

English (LSJ)

ἡ, A sending an embassy to treat for peace, entering into negotiation, διὰ τὴν πρὸς Λακεδαιμονίους ἡμῖν ἐ. D.5.18, cf. Plb.14.2.13, Theopomp.Hist.209 (pl.).

German (Pape)

[Seite 948] ἡ, Harpocr. τὸ περὶ διαλλαγῶν καὶ φιλίας κήρυκας πέμπειν; die mit dem Feinde angeknüpften Unterhandlungen, διὰ τὴν πρὸς Λακεδαιμονίους ἡμῖν ἐπικηρυκείαν Dem. 5, 18; ἔτι μενούσης τῆς ὑπὲρ τῶν διαλύσεων ἐπικηρυκείας πρὸς ἀλλήλους Pol. 14, 2, 13; plur., D. Sic. 5, 75.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
envoi de hérauts ; négociation entre belligérants.
Étymologie: ἐπικηρυκεύω.

Greek Monolingual

ἐπικηρυκεία, ἡ (AM) επικηρυκεύω
μσν.
φιλία με ανθρώπους που ήταν προηγουμένως εχθροί
αρχ.
αποστολή κηρύκων, πρεσβείας για διαπραγμάτευση της ειρήνης.

Greek Monotonic

ἐπικηρῡκεία: ἡ, αποστολή πρεσβείας για σύναψη ειρήνης, είσοδος σε διαπραγματεύσεις, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικηρῡκεία:посольство для ведения переговоров о мире или мирные переговоры (πρὸς Λακεδαιμονίους Dem.; πρὸς ἀλλήλους Polyb.; αἱ ἐν τοῖς πολέμοις ἐπικηρυκεῖαι Diod.).

Middle Liddell

ἐπκηρῡκεία, ἡ, [from ἐπικηρυκεύω
the sending an embassy to treat for peace, entering into negotiation, Dem.

English (Woodhouse)

sending heralds

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)