μυχθισμός: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μυχθισμός:''' ὁ хрипение, стон (νεκρῶν Eur.).
|elrutext='''μυχθισμός:''' ὁ [[хрипение]], [[стон]] (νεκρῶν Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μυχθισμός]], οῦ, ὁ,<br />a snorting, moaning, Eur.
|mdlsjtxt=[[μυχθισμός]], οῦ, ὁ,<br />a snorting, moaning, Eur.
}}
}}

Revision as of 10:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχθισμός Medium diacritics: μυχθισμός Low diacritics: μυχθισμός Capitals: ΜΥΧΘΙΣΜΟΣ
Transliteration A: mychthismós Transliteration B: mychthismos Transliteration C: mychthismos Beta Code: muxqismo/s

English (LSJ)

ὁ, A snorting, Hp.Coac.509; νεκρῶν E.Rh.789. II mocking, jeering, Aq.Ps.122(123).4.

German (Pape)

[Seite 224] ὁ, Röcheln, Stöhnen, κλύω μυχθισμῶν νεκρῶν, Eur. Rhes. 789, Hesych. erkl. στέναγμός.

Greek (Liddell-Scott)

μυχθισμός: ὁ, φύσημα διὰ τῆς ῥινός, γογγυσμός, Ἱππ. 203Α, Εὐρ. Ρῆσ. 789. ΙΙ. μυκτηρισμός, σκῶμμα, περίγελως, Ἀκύλ. εἰς Ψαλμ. 422. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
grondement, murmure.
Étymologie: μυχθίζω.

Greek Monolingual

μυχθισμός, ὁ (Α) μυχθίζω
1. εκπνοή από τη μύτη με γογγυσμό, στεναγμός, βόγγος
2. μυκτηρισμός, σκώμμα, περιγέλασμα.

Greek Monotonic

μυχθισμός: ὁ, φύσημα της μύτης, αναστεναγμός (μεταφ. χλεύη), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μυχθισμός:хрипение, стон (νεκρῶν Eur.).

Middle Liddell

μυχθισμός, οῦ, ὁ,
a snorting, moaning, Eur.