εὐτεχνία: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐτεχνία:''' ἡ опытность, высокое искусство или мастерство Luc.
|elrutext='''εὐτεχνία:''' ἡ [[опытность]], [[высокое искусство или мастерство]] Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-τεχνία, ἡ,<br />[[skill]] in art, Luc., Anth. [from [[εὔτεχνος]]
|mdlsjtxt=εὐ-τεχνία, ἡ,<br />[[skill]] in art, Luc., Anth. [from [[εὔτεχνος]]
}}
}}

Revision as of 11:00, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτεχνία Medium diacritics: εὐτεχνία Low diacritics: ευτεχνία Capitals: ΕΥΤΕΧΝΙΑ
Transliteration A: eutechnía Transliteration B: eutechnia Transliteration C: eftechnia Beta Code: eu)texni/a

English (LSJ)

ἡ, A skill in art, Str.1.2.33, D.H.Dem.35, Luc.Herm.20, APl.4.142.6.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτεχνία: ἡ, ἐμπειρία ἐν τῇ τέχνῃ, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 34, Λουκ. Ἑρμότ. 20, Ἀνθ. Πλαν. 5. 142.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habileté, industrie ; savoir en gén.
Étymologie: εὔτεχνος.

Greek Monolingual

εὐτεχνία, ἡ (ΑΜ) εύτεχνος
1. η εμπειρία, η γνώση, η επιστήμη στην τέχνη
2. (κατά τον Ησύχ.) «σοφία, σύνεσις».

Greek Monotonic

εὐτεχνία: ἡ, ικανότητα στην τέχνη, μαστοριά, σε Λουκ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτεχνία:опытность, высокое искусство или мастерство Luc.

Middle Liddell

εὐ-τεχνία, ἡ,
skill in art, Luc., Anth. [from εὔτεχνος