μιαρία: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μιᾰρία:''' ἡ порочность, преступность, мерзостность ([[αἰσχροκερδία]] καὶ μ. Dem.).
|elrutext='''μιᾰρία:''' ἡ [[порочность]], [[преступность]], [[мерзостность]] ([[αἰσχροκερδία]] καὶ μ. Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐᾰρία Medium diacritics: μιαρία Low diacritics: μιαρία Capitals: ΜΙΑΡΙΑ
Transliteration A: miaría Transliteration B: miaria Transliteration C: miaria Beta Code: miari/a

English (LSJ)

ἡ, A brutality, X.HG7.3.6, Is.5.11, D.29.4. II defilement, esp. bloodguiltiness, Antipho 2.3.1, 3.3.12; τὴν αὑτοῦ μ. εἰς ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκτρέψαι Id.2.3.9:—condemned by Phryn.323.

German (Pape)

[Seite 182] ἡ, das Wesen od. die Handlungsweise eines μιαρός, Schlechtigkeit, Verbrechen, bes. Mord, Blutschuld, von Phryn. p. 343 (vgl. B. A. 108) verworfen; Antiph. 2 γ 1; Is. 5, 11; περὶ τῆς αἰσχροκερδίας καὶ μιαρίας, Dem. 29, 4; Xen. Hell. 5, 3, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μιᾰρία: ἡ, ὁ χαρακτήρ ἢ διαγωγὴ τοῦ μιαροῦ, ἀχρειότης, τὸ κτηνῶδες τῆς φύσεώς τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 6, Ἰσαῖ. 51. 32, Δημ. 845. 23. ΙΙ. = μίασμα, μόλυσμα, ἰδίως μίασμα ἐκ φόνου, Ἀντιφῶν 118. 2., 124. 2, κτλ.· μ. ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 119. 3· - ὁ Φρύνιχ. ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν λέγων ὅτι εἶναι ἀδόκιμος, σ. 343 Λοβ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
impureté, perversité, scélératesse.
Étymologie: μιαρός.

Greek Monolingual

η (Α μιαρία) μιαρός
ο χαρακτήρας και η διαγωγή του μιαρού, αχρειότητα, μιαρότητα
αρχ.
μίασμα, μόλυσμα, ιδίως από φόνο.

Greek Monotonic

μιᾰρία: ἡ, (μιαρός), κτηνωδία, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μιᾰρία:порочность, преступность, мерзостность (αἰσχροκερδία καὶ μ. Dem.).

Middle Liddell

μιᾰρία, ἡ, μιαρός
brutality, Xen., Dem.

English (Woodhouse)

pollution, being polluted, blood guiltiness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)