σκοπή: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> lieu d’où l’on observe, observatoire;<br /><b>2</b> action d’observer.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, observer ; v. [[σκέπτομαι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> lieu d'où l’on observe, observatoire;<br /><b>2</b> action d'observer.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, observer ; v. [[σκέπτομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:20, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπή Medium diacritics: σκοπή Low diacritics: σκοπή Capitals: ΣΚΟΠΗ
Transliteration A: skopḗ Transliteration B: skopē Transliteration C: skopi Beta Code: skoph/

English (LSJ)

ἡ, A = σκοπιά, lookout-place, watchtower, A.Supp.713: pl., Id.Ag.289,309, X.Cyr.3.2.11, etc.; observatory, Str.2.5.14, 17.1.30; = θυννοσκοπεῖον, σ. δαμοσία SIG1000.10 (Cos, ii B.C.). II look-out, watch, πατρὸς σκοπαί A.Supp.786 (lyr.), cf. Lyc.1311; σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων D.S.3.26, cf. Luc. Hist.Conscr.29.

German (Pape)

[Seite 903] ἡ, 1) das Umschauen, Spähen, Sp.; σκοπὴν ποιεῖσθαι, steh umschauen, Luc. conscr. hist. 29. – 2) = σκοπ ιά, Ort zum Spähen, Warte; Aesch. Suppl. 694; im plur., Ag. 280. 300; Xen. Cyr. 3, 2, 11. 6, 3, 12; Pol. 1, 56, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπή: ἡ, = σκοπιά, τόπος ὑψηλὸς ἀφ’ οὗ τις παρατηρεῖ ἢ κατασκοπεύει, πύργος χρησιμεύων πρὸς κατόπτευσιν, «ἄποψις» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 713· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 289, 317, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 223. ΙΙ. προσοχή, παρατήρησις μετὰ προσοχῆς, φύλαξις, πατρὸς σκοπαὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 786, παβλ. Λυκόφρ. 1311· σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων Διόδ. 3. 26, πρβλ. Λουκ. πὼς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 lieu d'où l’on observe, observatoire;
2 action d'observer.
Étymologie: R. Σκεπ, observer ; v. σκέπτομαι.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
τόπος υψηλός από όπου παρατηρεί κανείς τη γύρω περιοχή, σκοπιά
νεοελλ.
ναυτ. ύφαλος με αμφισβητούμενη θέση ή και ύπαρξη ακόμη
αρχ.
1. παρατήρηση που γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, κατόπτευση («πατρὸς σκοπαὶ δὲ μ' εἶλον», Αισχύλ.)
2. παρατηρητήριο του ουράνιου θόλου, αστεροσκοπείο
3. φρ. «ποιοῦμαι τὴν σκοπήν» — παρατηρώ ολόγυρα (Λούκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σκοπ- του σκέπτομαι + κατάλ. -ή (πρβλ. τρέφω: τροφή)].

Greek Monotonic

σκοπή: ἡ, = σκοπιὰ I, στον πληθ., σε Αισχύλ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοπή -ῆς, ἡ [~ σκοπός] uitkijk, wacht. uitkijkpost.

Russian (Dvoretsky)

σκοπή:
1) наблюдательный пункт (ἀπὸ σκοπῆς ὁρᾶν τι Aesch.);
2) наблюдение (σκοπὴν ποιεῖσθαι Diod., Luc.).

Middle Liddell

σκοπή, ἡ, = σκοπιά I, in plural, Aesch., Xen.]

English (Woodhouse)

place for looking out, place for watching

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)