παραγκάλισμα: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paragkalisma | |Transliteration C=paragkalisma | ||
|Beta Code=paragka/lisma | |Beta Code=paragka/lisma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[that which is taken into the arms]], [[darling]], of mistress or wife, <span class="bibl">S. <span class="title">Ant.</span>650</span>, Lyc.113.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:40, 23 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, that which is taken into the arms, darling, of mistress or wife, S. Ant.650, Lyc.113.
German (Pape)
[Seite 474] τό, das, was man in die Arme nimmt, Gegenstand der Umarmung, Geliebte, Soph. Ant. 646; vgl. Lycophr. 113.
Greek (Liddell-Scott)
παραγκάλισμα: τό, τὸ ἐν ἀγκάλαις λαμβανόμενον, ἀγαπητόν τι καὶ προσφιλές, ἐρωμένη ἢ σύζυγος, Σοφ. Ἀντ. 650· ὅθεν παρέλαβε τὴν λέξιν ὁ Λυκόφρ. 113, καὶ διώρθωσεν ὁ Δινδ. ἐν Εὐρ. Ἑλ. 242 (χάριν τοῦ μέτρου) ἀντὶ ὑπαγκάλισμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu’on tient embrassé.
Étymologie: παρά, ἀγκαλίζομαι.
Greek Monolingual
το, Α παραγκαλίζομαι
(ποιητ. τ.)
1. αυτό που παίρνει κανείς στην αγκαλιά του
2. (για σύζυγο ή για ερωμένη) καθετί το αγαπητό και προσφιλές.
Greek Monotonic
παραγκάλισμα: -ατος, τό (ἀγκαλίζομαι), αυτό το οποίο μπορεί να κρατήσει κάποιος στα χέρια του, να αγκαλιάσει αγαπημένο πρόσωπο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
παραγκάλισμα: ατος τό то, что держат в объятьях, т. е. предмет нежной любви (ψυχρὸν π. Soph. - о злой жене).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραγκάλισμα -ατος, τό [παρά, ἀγκαλίζομαι] omhelzing.
Middle Liddell
παρ-αγκάλισμα, ατος, τό, ἀγκαλίζομαι
that which is taken into the arms, a beloved one, Soph.