περιβολιβόω: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perivolivoo | |Transliteration C=perivolivoo | ||
|Beta Code=peribolibo/w | |Beta Code=peribolibo/w | ||
|Definition= | |Definition=[[case in lead]], IG12(1).694 (Rhodes). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιβολῐβόω''': [[περιβάλλω]] διὰ μολύβδου, ἴδε ἐν λ. [[μόλιβος]]. ― περιβολιβῶσαι (= περιμολιβῶσαι), ἀπαρέμφ., Ἐπιγρ. Καμιρέων Ρόδου, Bul. de cor. hel. IV, σ. 144. ― Οὐδὲ τὸ περιμολιβόω εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ., τὸ [[βόλιμος]] [[ὅμως]] κεῖται [[αὐτοῦ]] κατακεχωρισμένον ὡς τῶν Συρακοσίων [[ἴδιον]]· καὶ νῦν δὲ [[ἐνιαχοῦ]] τῆς Ἑλλάδος λέγεται βολίμι(ο)ν, βολίβι(ον) [[ὅμως]], ὡς ἐκ τοῦ περιβολιβῶσαι ὑποδεικνύεται, δὲν μ’ ἔτυχε ν’ ἀκούσω, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | |lstext='''περιβολῐβόω''': [[περιβάλλω]] διὰ μολύβδου, ἴδε ἐν λ. [[μόλιβος]]. ― περιβολιβῶσαι (= περιμολιβῶσαι), ἀπαρέμφ., Ἐπιγρ. Καμιρέων Ρόδου, Bul. de cor. hel. IV, σ. 144. ― Οὐδὲ τὸ περιμολιβόω εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ., τὸ [[βόλιμος]] [[ὅμως]] κεῖται [[αὐτοῦ]] κατακεχωρισμένον ὡς τῶν Συρακοσίων [[ἴδιον]]· καὶ νῦν δὲ [[ἐνιαχοῦ]] τῆς Ἑλλάδος λέγεται βολίμι(ο)ν, βολίβι(ον) [[ὅμως]], ὡς ἐκ τοῦ περιβολιβῶσαι ὑποδεικνύεται, δὲν μ’ ἔτυχε ν’ ἀκούσω, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 23 August 2022
English (LSJ)
case in lead, IG12(1).694 (Rhodes).
Greek (Liddell-Scott)
περιβολῐβόω: περιβάλλω διὰ μολύβδου, ἴδε ἐν λ. μόλιβος. ― περιβολιβῶσαι (= περιμολιβῶσαι), ἀπαρέμφ., Ἐπιγρ. Καμιρέων Ρόδου, Bul. de cor. hel. IV, σ. 144. ― Οὐδὲ τὸ περιμολιβόω εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ., τὸ βόλιμος ὅμως κεῖται αὐτοῦ κατακεχωρισμένον ὡς τῶν Συρακοσίων ἴδιον· καὶ νῦν δὲ ἐνιαχοῦ τῆς Ἑλλάδος λέγεται βολίμι(ο)ν, βολίβι(ον) ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ περιβολιβῶσαι ὑποδεικνύεται, δὲν μ’ ἔτυχε ν’ ἀκούσω, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.