πολυθαρσής: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polytharsis
|Transliteration C=polytharsis
|Beta Code=poluqarsh/s
|Beta Code=poluqarsh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[much-confident]], μένος <span class="bibl">Il.17.156</span>, <span class="bibl">Od.13.387</span>; [[valorous]], πόλεμος <span class="bibl">A.R.2.912</span>.</span>
|Definition=ές, [[much-confident]], μένος <span class="bibl">Il.17.156</span>, <span class="bibl">Od.13.387</span>; [[valorous]], πόλεμος <span class="bibl">A.R.2.912</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυθαρσής Medium diacritics: πολυθαρσής Low diacritics: πολυθαρσής Capitals: ΠΟΛΥΘΑΡΣΗΣ
Transliteration A: polytharsḗs Transliteration B: polytharsēs Transliteration C: polytharsis Beta Code: poluqarsh/s

English (LSJ)

ές, much-confident, μένος Il.17.156, Od.13.387; valorous, πόλεμος A.R.2.912.

German (Pape)

[Seite 663] ές, mit vieler Zuversicht, getrost, dreist; μένος, Il. 17, 156. 19, 37, wie Od. 13, 387; u. in späterer Prosa, wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολυθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, μένος Ἰλ. Ρ. 156, Ὀδ. Ν. 387.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein de confiance, audacieux.
Étymologie: πολύς, θάρσος.

English (Autenrieth)

ές (θάρσος): bold, intrepid.

Greek Monolingual

-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη», Ομ. Οδ.)
2. θαρραλέος, γενναίος
3. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θαρσής (< θάρσος, το «θάρρος, θράσος»), πρβλ. ευ-θαρσής].

Greek Monotonic

πολυθαρσής: -ές (θάρσος), πολύ θαραλλέος, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυθαρσής -ές [πολύς, θάρσος] zeer moedig.

Russian (Dvoretsky)

πολυθαρσής: весьма отважный, самоуверенный (μένος Hom.).

Middle Liddell

πολυ-θαρσής, ές θάρσος
much-confident, Hom.