χαιρετισμός: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chairetismos | |Transliteration C=chairetismos | ||
|Beta Code=xairetismo/s | |Beta Code=xairetismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[greeting]], [[visit]] to a person of rank, <span class="bibl">Plb.32.15.8</span>; [[salutation]] addressed to a god, <span class="title">PMag.Par.</span>1.1046. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, greeting, visit to a person of rank, Plb.32.15.8; salutation addressed to a god, PMag.Par.1.1046.
German (Pape)
[Seite 1325] ὁ, Gruß, Besuch, bes. Aufwartung bei einem Vornehmern, die salutatio der Römer, Pol. 32, 15, 8.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ χαιρετίζω
1. το να προσφωνεί κανείς κάποιον που συναντά με τις λέξεις χαίρε, χαίρετε ή άλλη σχετική
2. απόδοση καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε κάτι (α. «ο χαιρετισμός της σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν βασιλέα χαιρετισμός», Πορφ.
γ. «οἱ λοιποὶ τῶν νέων περὶ τὰς κρίσεις καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς ἐσπούδαζον», Πολ.)
νεοελλ.
1. επίσκεψη σε κάποιον που γιορτάζει και η δεξίωση που δίνει αυτός για να τιμήσει τους επισκέπτες
2. συνεκδ. χαιρετιστήριο δώρο («στέλνω έναν μικρό χαιρετισμό στον πατέρα για τη γιορτή του»)
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. οι Χαιρετισμοί- (λειτουργ.) ο Ακάθιστος Ύμνος, που ονομάστηκε έτσι λόγω της εξακολουθητικής επανάληψης της λέξης χαίρε στους στίχους που περιλαμβάνουν οι Οίκοι οι οποίοι έχουν περιττό αριθμό.
Russian (Dvoretsky)
χαιρετισμός: ὁ обращение с приветствием Polyb., Anth.