ψαλμῳδία: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(6_11)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=psalmōdia
|Transliteration B=psalmōdia
|Transliteration C=psalmodia
|Transliteration C=psalmodia
|Beta Code=yalmw&#124;di/a
|Beta Code=yalmw&#x007C;di/a
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">singing to the harp</b>, Aristid.2.310J.</span>
|Definition=[[singing to the harp]], Aristid.2.310J.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψαλμῳδία''': ἡ, τὸ ᾄδειν πρὸς κιθάραν, Ἀριστείδ. 2. 310. 2) [[σύνθεσις]] ψαλμῶν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24, Γρηγ. Ναζ. κλπ.
|lstext='''ψαλμῳδία''': ἡ, τὸ ᾄδειν πρὸς κιθάραν, Ἀριστείδ. 2. 310. 2) [[σύνθεσις]] ψαλμῶν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24, Γρηγ. Ναζ. κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ψαλμῳδία]], ΝΜΑ, και διαλ. τ. [[ψαλμουδιά]] Ν [[ψαλμῳδός]]<br />εκκλησιαστικό [[άσμα]], [[ψαλμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο ψάλλει [[κανείς]] τους θρησκευτικούς ύμνους («η [[ψαλμωδία]] του συγκίνησε τους πιστούς»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> επίμονο [[παράπονο]] που μπορεί να συνοδεύεται από [[κλάμα]], [[κλάψα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το να ψάλλει [[κανείς]] εκκλησιαστικούς ύμνους, [[ψάλσιμο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[σύνθεση]] ψαλμών<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκτέλεση]] άσματος με τη [[συνοδεία]] έγχορδου μουσικού οργάνου.
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαλμῳδία Medium diacritics: ψαλμῳδία Low diacritics: ψαλμωδία Capitals: ΨΑΛΜΩΔΙΑ
Transliteration A: psalmōidía Transliteration B: psalmōdia Transliteration C: psalmodia Beta Code: yalmw|di/a

English (LSJ)

singing to the harp, Aristid.2.310J.

German (Pape)

[Seite 1391] ἡ, das Singen von Psalmen, Lobliedern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψαλμῳδία: ἡ, τὸ ᾄδειν πρὸς κιθάραν, Ἀριστείδ. 2. 310. 2) σύνθεσις ψαλμῶν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24, Γρηγ. Ναζ. κλπ.

Greek Monolingual

η / ψαλμῳδία, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψαλμουδιά Ν ψαλμῳδός
εκκλησιαστικό άσμα, ψαλμός
νεοελλ.
1. ο τρόπος με τον οποίο ψάλλει κανείς τους θρησκευτικούς ύμνους («η ψαλμωδία του συγκίνησε τους πιστούς»)
2. μτφ. επίμονο παράπονο που μπορεί να συνοδεύεται από κλάμα, κλάψα
νεοελλ.-μσν.
το να ψάλλει κανείς εκκλησιαστικούς ύμνους, ψάλσιμο
μσν.-αρχ.
η σύνθεση ψαλμών
αρχ.
εκτέλεση άσματος με τη συνοδεία έγχορδου μουσικού οργάνου.