ψαλμῳδία: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(6_11) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=psalmōdia | |Transliteration B=psalmōdia | ||
|Transliteration C=psalmodia | |Transliteration C=psalmodia | ||
|Beta Code=yalmw&# | |Beta Code=yalmw|di/a | ||
|Definition= | |Definition=[[singing to the harp]], Aristid.2.310J. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψαλμῳδία''': ἡ, τὸ ᾄδειν πρὸς κιθάραν, Ἀριστείδ. 2. 310. 2) [[σύνθεσις]] ψαλμῶν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24, Γρηγ. Ναζ. κλπ. | |lstext='''ψαλμῳδία''': ἡ, τὸ ᾄδειν πρὸς κιθάραν, Ἀριστείδ. 2. 310. 2) [[σύνθεσις]] ψαλμῶν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24, Γρηγ. Ναζ. κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ψαλμῳδία]], ΝΜΑ, και διαλ. τ. [[ψαλμουδιά]] Ν [[ψαλμῳδός]]<br />εκκλησιαστικό [[άσμα]], [[ψαλμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο ψάλλει [[κανείς]] τους θρησκευτικούς ύμνους («η [[ψαλμωδία]] του συγκίνησε τους πιστούς»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> επίμονο [[παράπονο]] που μπορεί να συνοδεύεται από [[κλάμα]], [[κλάψα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το να ψάλλει [[κανείς]] εκκλησιαστικούς ύμνους, [[ψάλσιμο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[σύνθεση]] ψαλμών<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκτέλεση]] άσματος με τη [[συνοδεία]] έγχορδου μουσικού οργάνου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:30, 23 August 2022
English (LSJ)
singing to the harp, Aristid.2.310J.
German (Pape)
[Seite 1391] ἡ, das Singen von Psalmen, Lobliedern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψαλμῳδία: ἡ, τὸ ᾄδειν πρὸς κιθάραν, Ἀριστείδ. 2. 310. 2) σύνθεσις ψαλμῶν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24, Γρηγ. Ναζ. κλπ.
Greek Monolingual
η / ψαλμῳδία, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψαλμουδιά Ν ψαλμῳδός
εκκλησιαστικό άσμα, ψαλμός
νεοελλ.
1. ο τρόπος με τον οποίο ψάλλει κανείς τους θρησκευτικούς ύμνους («η ψαλμωδία του συγκίνησε τους πιστούς»)
2. μτφ. επίμονο παράπονο που μπορεί να συνοδεύεται από κλάμα, κλάψα
νεοελλ.-μσν.
το να ψάλλει κανείς εκκλησιαστικούς ύμνους, ψάλσιμο
μσν.-αρχ.
η σύνθεση ψαλμών
αρχ.
εκτέλεση άσματος με τη συνοδεία έγχορδου μουσικού οργάνου.