δάπις: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dapis
|Transliteration C=dapis
|Beta Code=da/pis
|Beta Code=da/pis
|Definition=[ᾰ], ιδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[τάπης]], [[carpet]], [[rug]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>528</span>, <span class="bibl">Pherecr.185</span>, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.8.16</span>, in plural; Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια <span class="bibl">Hermipp.63.23</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>676</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ιδος, ἡ, = [[τάπης]], [[carpet]], [[rug]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>528</span>, <span class="bibl">Pherecr.185</span>, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.8.16</span>, in plural; Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια <span class="bibl">Hermipp.63.23</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>676</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάπις Medium diacritics: δάπις Low diacritics: δάπις Capitals: ΔΑΠΙΣ
Transliteration A: dápis Transliteration B: dapis Transliteration C: dapis Beta Code: da/pis

English (LSJ)

[ᾰ], ιδος, ἡ, = τάπης, carpet, rug, Ar.Pl.528, Pherecr.185, v.l. in X.Cyr.8.8.16, in plural; Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια Hermipp.63.23, cf. Ar.V.676.

German (Pape)

[Seite 523] ιδος, ἡ. Teppich, Xen. Cyr. 8, 8, 16; Ar. Plut. 528 u. öfter bei Ath.

Greek (Liddell-Scott)

δάπις: [ᾰ], ιδος, ἡ, ἕτερος τύπος τοῦ τάπης, στρῶμα λεπτόν, «ταπί», «χαλί», Ἀριστοφ. Πλ. 528, Φερεκρ. Κραπ. 8, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16, κατὰ πληθ.· τὰ τῆς Καρχηδόνος εἶχον μεγάλην φήμην, Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια Ἕρμιππ. Φορμ. 1. 23.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
tapis.
Étymologie: DELG altération de τάπις, avec pê influence de δάπεδον.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
alfombra, tapiz Ar.Pl.528, V.676, Pherecr.199, Hermipp.63.23, SEG 29.146a.1.8 (Atenas IV a.C.), Men.Dysc.922, Com.Adesp.232.16Au., Plu.Ages.12, Alex.52, Luc.DMeretr.14.3, 4, Ael.Dion.δ 3, cf. τάπης.
• Etimología: Var. de τάπις, prob. por etim. pop. sobre δάπεδον.

Greek Monolingual

δάπις (-ιδος), η (Α)
τάπητας, χαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό της λ. τάπις (-ιδος) (ή τάπης, -ητος) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο δ= / d /) του αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί επίδραση και από τη λ. δάπεδον, αν ληφθεί μάλιστα υπ' όψη ότι το δάπεδο συχνά είναι καλυμμένο με τάπητες].

Greek Monotonic

δάπις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, = τάπης, χαλί, «πατάκι», σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δάπις: ιδος (ᾰ) ἡ ковер Xen., Arph., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάπις -ιδος, ἡ [~ τάπης] tapijt.

Frisk Etymological English

-ιδος Etymology: τάπης
See also: s. τάπης

Middle Liddell

= τάπης
a carpet, rug, Ar., Xen.

Frisk Etymology German

δάπις: -ιδος
{dápis}
Grammar: f.
Meaning: Teppich, Decke mit dem Deminutiv δαπίδιον (Kom.).
Etymology: Wahrscheinlich mit Güntert Reimwortbildungen 151 volksetymologische Umbildung von τάπις, τάπης (s. d.) nach δάπεδον.
Page 1,348