θαυματοποιός: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thavmatopoios | |Transliteration C=thavmatopoios | ||
|Beta Code=qaumatopoio/s | |Beta Code=qaumatopoio/s | ||
|Definition=όν, | |Definition=όν, [[wonder-working]], ὄνειροι <span class="bibl">Luc. <span class="title">Somn.</span>14</span>; [[acrobatic]], κοῦραι <span class="bibl">Matro <span class="title">Conv.</span>121</span>: as [[substantive]], [[conjurer]], [[juggler]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>235b</span>, <span class="bibl">D.2.19</span>: as fem., <span class="title">IG</span>11(2).110.34(Delos, iii B.C.), etc.; [[puppet-showman]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>514b</span>, <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in GA</span>77.16</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:45, 23 August 2022
English (LSJ)
όν, wonder-working, ὄνειροι Luc. Somn.14; acrobatic, κοῦραι Matro Conv.121: as substantive, conjurer, juggler, Pl.Sph.235b, D.2.19: as fem., IG11(2).110.34(Delos, iii B.C.), etc.; puppet-showman, Pl.R.514b, Phlp.in GA77.16.
German (Pape)
[Seite 1189] Wunder thuend, Gaukler, Taschenspieler; Plat. Soph. 235 h u. öfter; θαυματοποιῶν ἀσελγέστερος Dem. 2, 19; vgl. Ath. I, 19 e; ὄνειροι Luc. Somn. 14.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτοποιός: -όν, ποιῶν θαύματα, ὄνειροι Λουκ. Ἐνυπν. 14· ἐκτελῶν θαυμάσια ἔργα, κοῦραι Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β· ὡς οὐσιαστ., γόης, ἐκτελεστὴς πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 514Β, Σοφ. 235Β, Δημ. 22. 19.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait voir des choses merveilleuses ; subst. ὁ θαυματοποιός jongleur, charlatan.
Étymologie: θαῦμα, ποιέω.
Greek Monolingual
-ό (Α θαυματοποιός, -όν)
αυτός που κάνει θαύματα, γόης, αγύρτης, τερατουργός
αρχ.
1. αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θαυματοποιός
εκτελεστής θαυμάτων, ταχυδακτυλουργός («τοῦ γένους εἶναι τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ποιός < ποιώ (πρβλ. μυθοποιός, νομισματοποιός)].
Greek Monotonic
θαυμᾰτοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., μάγος, ταχυδακτυλουργός, απατεώνας, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
θαυμᾰτοποιός: II ὁ фокусник, жонглер Plat., Arst., Plut.
творящий чудеса (ὄνειροι Luc.).
Middle Liddell
θαυμᾰτο-ποιός, όν ποιέω
wonder-working:—as substantive a conjuror, juggler, Plat., Dem.