κατεγγύη: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kateggyi
|Transliteration C=kateggyi
|Beta Code=kateggu/h
|Beta Code=kateggu/h
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[giving of security]], <span class="bibl">D.25.60</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[giving of security]], <span class="bibl">D.25.60</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 01:25, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεγγῠη Medium diacritics: κατεγγύη Low diacritics: κατεγγύη Capitals: ΚΑΤΕΓΓΥΗ
Transliteration A: katengýē Transliteration B: katengyē Transliteration C: kateggyi Beta Code: kateggu/h

English (LSJ)

ἡ, giving of security, D.25.60.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.

Greek (Liddell-Scott)

κατεγγύη: ἡ, ἡ ἐγγύησιςἀσφάλεια, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον πρὸς κατεγγύην (διότι δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cautionnement, caution.
Étymologie: κατά, ἐγγύη.

Greek Monolingual

κατεγγύη, ἡ (Α)
εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγγύη «εγγύηση». Κατ' άλλη άποψη όμως υποχωρητικά < κατεγγυῶ (βλ. λ. εγγύη)].

Greek Monotonic

κατεγγύη: ἡ, εγγύηση ή ενέχυρο που αποδίδεται, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κατεγγύη:порука, залог, гарантия Dem.

Middle Liddell

κατ-εγγύη, ἡ,
bail or security given, Dem.