μητίετα: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitieta
|Transliteration C=mitieta
|Beta Code=mhti/eta
|Beta Code=mhti/eta
|Definition=[ῐ], ὁ, Ep. for [[μητιέτης]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[counsellor]], freq. in Hom., as [[epithet]] of [[Ζεύς]], [[all-wise]], <span class="bibl">Il.1.175</span>, al. [μητιετᾰ, though in Hom. ᾱ always by position; later μητιέτης <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>20</span>; acc. [[μητιέτην]], of a man, <span class="title">IG</span>5 (2).156 (Tegea).]</span>
|Definition=[ῐ], ὁ, Ep. for [[μητιέτης]], [[counsellor]], freq. in Hom., as [[epithet]] of [[Ζεύς]], [[all-wise]], <span class="bibl">Il.1.175</span>, al. [μητιετᾰ, though in Hom. ᾱ always by position; later μητιέτης <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>20</span>; acc. [[μητιέτην]], of a man, <span class="title">IG</span>5 (2).156 (Tegea).]
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 04:20, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητίετα Medium diacritics: μητίετα Low diacritics: μητίετα Capitals: ΜΗΤΙΕΤΑ
Transliteration A: mētíeta Transliteration B: mētieta Transliteration C: mitieta Beta Code: mhti/eta

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Ep. for μητιέτης, counsellor, freq. in Hom., as epithet of Ζεύς, all-wise, Il.1.175, al. [μητιετᾰ, though in Hom. ᾱ always by position; later μητιέτης Corn.ND20; acc. μητιέτην, of a man, IG5 (2).156 (Tegea).]

German (Pape)

[Seite 178] bei Hom. u. Hes. in der häufig wiederkehrenden Vrbdg μητίετα Ζεύς, =

Greek (Liddell-Scott)

μητίετα: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μητιέτης, σύμβουλος, φρόνιμος, συνετός, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, πάνσοφος, κατὰ τὸν Δοιδεριλ., πολύβουλος, ἐπινοητικός. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μῆτις· πρβλ. ὀφιήτης, πολιήτης) [μητιετᾰ, ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ᾱ ἐν θέσει].

French (Bailly abrégé)

adj. m.
touj. avec le nomin. Ζεύς ou le voc. Ζεῦ;
prudent, sage.
Étymologie: μῆτις.

English (Autenrieth)

(μητίομαι), nom., for -της: counselling, ‘all-wise,’ epithet of Zeus.

Greek Monolingual

μητίετα, ὁ (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που συμβουλεύει, φρόνιμος, συνετός
2. (ως επίθ. του Δία) πάνσοφος, επινοητικόςμητίετα Ζεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κλητική προσφώνηση κατά το νεφεληγερέτα, πιθ. υποκατάστατο ενός αμάρτυρου τ. μητῖτα < μῆτις (Ι)].

Greek Monotonic

μητίετα: ὁ (μῆτις), Επικ. αντί μητιέτης, σύμβουλος, ως επίθ. του Ζεύς, πάνσοφε! σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

μητίετᾱ: adj. m мудрый (Ζεύς Hom., Hes.).

Middle Liddell

μῆτις [epic for μητιέτης,]
a counsellor, as epithet of Ζεύς, all-wise! Hom.