περισκεπάζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[σκεπάζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[περικαλύπτω]], [[προστατεύω]], [[προφυλάσσω]] («περισκεπασάτω τὸ ἀγγεῑον», Γεωπ.).
|mltxt=ΜΑ<br />[[σκεπάζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]], [[περικαλύπτω]], [[προστατεύω]], [[προφυλάσσω]] («περισκεπασάτω τὸ ἀγγεῖον», Γεωπ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περισκεπάζω:''' [[кругом покрывать]] (βύσσῳ τι Anth.).
|elrutext='''περισκεπάζω:''' [[кругом покрывать]] (βύσσῳ τι Anth.).
}}
}}

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισκεπάζω Medium diacritics: περισκεπάζω Low diacritics: περισκεπάζω Capitals: ΠΕΡΙΣΚΕΠΑΖΩ
Transliteration A: periskepázō Transliteration B: periskepazō Transliteration C: periskepazo Beta Code: periskepa/zw

English (LSJ)

A cover, screen all round, βύσσῳ τι AP5.103 (Marc. Arg.), cf. Gp.2.4.2:—Pass., Thphr.HP4.5.3, Dsc.2.76. -ής, ές, (σκέπας) covered all round, ὄρος θάμνοισι π. Call.Jov.11; οἶκοι Moschio Trag.7.27: metaph., λόγος π. ἑτέρῳ κόσμῳ, of a myth, Max.Tyr.10.5 (s.v.l.). II covering or screening all round, πύργοι Call.Del.23; [ὥρα] τῷ ἀέρι περισκεπής (fort. -σκελής) Thphr.HP7.1.4.

German (Pape)

[Seite 591] ringsum bedecken, verdecken, beschützen, βύσσῳ, M. Arg. 3 (V, 104).

Greek (Liddell-Scott)

περισκεπάζω: περικαλύπτω, σκεπάζω ὁλόγυρα, βύσσῳ τι Ἀνθ. Π. 5. 104· ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 5, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀμφεκάλυψεν· περιεσκέπασεν». ΙΙ. περιβάλλω, ῥάκος Μοσχίων π. Γυναικ. Παθ. 32. 6.

Greek Monolingual

ΜΑ
σκεπάζω κάτι ολόγυρα, περικαλύπτω, προστατεύω, προφυλάσσω («περισκεπασάτω τὸ ἀγγεῖον», Γεωπ.).

Russian (Dvoretsky)

περισκεπάζω: кругом покрывать (βύσσῳ τι Anth.).