υπαγορεύω: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(43) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπαγορεύω]], ΝΜΑ<br />[[απαγγέλλω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[συνήθως]] με [[αργό]] ρυθμό, για να το γράψει ή να το επαναλάβει [[προφορικά]] (α. «ο [[καθηγητής]] υπαγορεύει το [[κείμενο]] στους μαθητές» β. | |mltxt=[[ὑπαγορεύω]], ΝΜΑ<br />[[απαγγέλλω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[συνήθως]] με [[αργό]] ρυθμό, για να το γράψει ή να το επαναλάβει [[προφορικά]] (α. «ο [[καθηγητής]] υπαγορεύει το [[κείμενο]] στους μαθητές» β. «δεῖ γράμματα ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα δυνήσεσθαι τὰ ὑπαγορευόμενα γράφειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακινώ]], [[υποδεικνύω]], [[συμβουλεύω]] («η συνείδησή μου μού υπαγορεύει να αντισταθώ»)<br /><b>2.</b> [[προσπαθώ]] να υποβάλω ή να επιβάλω σε κάποιον τη θέλησή μου («δεν επιτρέπουμε να μάς υπαγορεύουν άλλοι την [[πολιτική]] μας»)<br /><b>μσν.</b><br />[[εξηγώ]], [[διευκρινίζω]] («τὸ θεῖον [[εὐαγγέλιον]] ὑπαγορεύων αὐτῷ», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προτείνω]], [[υποδηλώνω]] («οἱ δ' ἐκτὸς καὶ [[πόρρω]] βάρβαροι οὐδεμίαν τοιαύτην ὑπηγόρευον ἐλπίδα», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σημαίνω]] επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> [[απαριθμώ]]<br /><b>4.</b> [[ονομάζω]], [[κατονομάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγορεύω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 24 August 2022
Greek Monolingual
ὑπαγορεύω, ΝΜΑ
απαγγέλλω κάτι σε κάποιον, συνήθως με αργό ρυθμό, για να το γράψει ή να το επαναλάβει προφορικά (α. «ο καθηγητής υπαγορεύει το κείμενο στους μαθητές» β. «δεῖ γράμματα ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα δυνήσεσθαι τὰ ὑπαγορευόμενα γράφειν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. παρακινώ, υποδεικνύω, συμβουλεύω («η συνείδησή μου μού υπαγορεύει να αντισταθώ»)
2. προσπαθώ να υποβάλω ή να επιβάλω σε κάποιον τη θέλησή μου («δεν επιτρέπουμε να μάς υπαγορεύουν άλλοι την πολιτική μας»)
μσν.
εξηγώ, διευκρινίζω («τὸ θεῖον εὐαγγέλιον ὑπαγορεύων αὐτῷ», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. προτείνω, υποδηλώνω («οἱ δ' ἐκτὸς καὶ πόρρω βάρβαροι οὐδεμίαν τοιαύτην ὑπηγόρευον ἐλπίδα», Στράβ.)
2. σημαίνω επί πλέον
3. απαριθμώ
4. ονομάζω, κατονομάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀγορεύω.