περαίωσις: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περαίωσις:''' εως ἡ переход, переправа Plut.
|elrutext='''περαίωσις:''' εως ἡ [[переход]], [[переправа]] Plut.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 15:00, 2 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαίωσις Medium diacritics: περαίωσις Low diacritics: περαίωσις Capitals: ΠΕΡΑΙΩΣΙΣ
Transliteration A: peraíōsis Transliteration B: peraiōsis Transliteration C: peraiosis Beta Code: perai/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ, crossing over, Str.12.5.1,al., Plu.Tim.16.

German (Pape)

[Seite 562] ἡ, das Übersetzen, Philostr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περαίωσις: ἡ, (περαιόω) διάβασις εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, συμπράττοντος τοῦ ῥοῦ πρὸς τὴν περαίωσιν Στράβ. 591· τὴν ἐκεῖθεν περαίωσιν… ἄπορον ὁρῶντες Πλουτ. Τιμ. 16. ΙΙ. ἐκτέλεσις, Βυζ.· τέλος, αὐτόθι. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de passer au delà, trajet.
Étymologie: περαιόω.

Greek Monotonic

περαίωσις: ἡ (περαιόω), διέλευση, μεταφορά, μετάβαση στο απέναντι μέρος, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

περαίωσις: εως ἡ переход, переправа Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περαίωσις -εως, ἡ [περαιόω] oversteek.

Middle Liddell

περαίωσις, εως, περαιόω
a carrying over, Strab.