πολυπήμων: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πολῠπήμων</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[painful]] πολυπήμονας νόσους (P. 3.46)
|sltr=<b>πολῠπήμων</b> [[painful]] πολυπήμονας νόσους (P. 3.46)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:15, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπήμων Medium diacritics: πολυπήμων Low diacritics: πολυπήμων Capitals: ΠΟΛΥΠΗΜΩΝ
Transliteration A: polypḗmōn Transliteration B: polypēmōn Transliteration C: polypimon Beta Code: poluph/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A causing manifold woe, baneful, h.Cer.230, h.Merc.37; π. νόσοι diseases manifold, Pi.P.3.46; λώβη, ἄτη, A.R.4.1044, Opp.C.2.287: hence pr. n. Πολυπημονίδης, ου, ὁ, son of Polypemon, with a play on πολυπήμων, Od.24.305. II Pass., much-suffering, Man.1.85,4.49.

German (Pape)

[Seite 668] ον, sehr schädlich; H. h. Cer. 230 Merc. 37; νόσοι, Pind. P. 3, 46; sp. D., wie Man. 1, 85.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπήμων: -ον, ὁ πολλὴν βλάβην προξενῶν, ὀλέθριος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 230, εἰς Ἑρμ. 37 π. νόσοι, πολυειδεῖς νόσοι, Πινδ. Π. 3. 81. ― Πολυπημονίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Πολυπήμονος μετ’ ἀναφορᾶς εἰς τὸ ἐπίθετον πολυπήμων, Ὀδ. Ω. 305. ΙΙ. παθητ., ὁ πολλὰ πάσχων, Μανέθων 1. 85., 4. 49.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui cause de grands maux;
2 qui souffre beaucoup.
Étymologie: πολύς, πῆμα.

English (Slater)

πολῠπήμων painful πολυπήμονας νόσους (P. 3.46)

Greek Monolingual

-ύπημον, Α
1. ολέθριος, καταστρεπτικός
2. πολύπαθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. αδικο-πήμων, βαρυ-πήμων.

Greek Monotonic

πολῠπήμων: -ον (πῆμα), αυτός που προκαλεί πολλαπλή δυστυχία, επιβλαβής, σε Ομηρ. Ύμν.· πολυπήμονες νόσοι, ασθένειες, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυπήμων: 2, gen. ονος причиняющий множество страданий, вредоносный (ἐπηλυσίη HH; πολυπήμονες ἀνθρώποισι νόσοι Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπήμων -ον, gen. -ονος [πολύς, πῆμα] zeer schadelijk.

Middle Liddell

πολῠ-πήμων, ον, πῆμα
causing manifold woe, baneful, Hhymn.; π. νόσοι diseases manifold, Pind.