παρθενών: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><b>1</b> appartement des jeunes filles;<br /><b>2</b> <i>n. propre</i> le Parthénon <i>(propr. la demeure de la déesse vierge) temple de Pallas sur l’Acropole d'Athènes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]].
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><b>1</b> appartement des jeunes filles;<br /><b>2</b> <i>n. propre</i> le Parthénon <i>(propr. la demeure de la déesse vierge) temple de Pallas sur l'Acropole d'Athènes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:25, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενών Medium diacritics: παρθενών Low diacritics: παρθενών Capitals: ΠΑΡΘΕΝΩΝ
Transliteration A: parthenṓn Transliteration B: parthenōn Transliteration C: parthenon Beta Code: parqenw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, A maidens' apartments in a house, mostly in plural, A.Pr.646, E. Ph.89, IT826, etc. II in sg., the western cella of the Parthenon or temple of Athena at Athens, IG12.301.13, al., D.22.76, etc.; also, of the cella of the temple of Artemis at Magnesia on Maeander, SIG 695.23 (ii B. C.); of the Great Mother at Cyzicus, Michel 538.6, and Hermione, IG4.743. III name of a month at Alexandria, Ptol. Alm.11.3.

German (Pape)

[Seite 522] ῶνος, ὁ, auch παρθενεών, bes. bei Dichtern, wie Mus. 263, Antp. Sid. (IX, 790); Lobeck Phryn. p. 166; – Jungfrauengemach; Aesch. Prom. 646; Eur. I. T. 826 u. öfter; Plut. Alex. 21. – Bes. hieß so der prachtvolle Tempel der jungfräulichen Pallas auf der Burg zu Athen, Dem. 13, 28 u. A.; vgl. Paus. 1, 25; Strab. IX, 395.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενών: -ῶνος, ὁ, τὸ μέρος τῆς οἰκίας ἐν ᾧ αἱ παρθένοι κατοικοῦσι, τῶν νεανίδων ἢ κορασίων τὰ οἰκήματα ἐν τῇ οἰκίᾳ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 646, Εὐριπ. Φοίν. 89, Ι. Τ. 826, κτλ.˙- ἑνικ. ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ παρθενεών, Μουσαῖος 263, Ἀνθ. Π. 9. 790. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ Παρθενών, ἤτοι ναὸς τῆς παρθένου Ἀθηνᾶς, ἐν τῇ τῶν Ἀθηνῶν Ἀκροπόλει, ἀνοικοδομηθεὶς ὑπὸ Περικλέους ἔνθα ἔκειτο τὸ ἀρχαῖον Ἑκατόμπεδον, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 4., 145. 13., 146. 25, Δημ. 174. 24, κτλ.˙ πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 109. 2. III. μοναστήριον μοναζουσῶν παρθένων, Ἐπιφάν. σ. 492.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
1 appartement des jeunes filles;
2 n. propre le Parthénon (propr. la demeure de la déesse vierge) temple de Pallas sur l'Acropole d'Athènes.
Étymologie: παρθένος.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και ιων. ποιητ. τ. παρθενεών, Α και Παρθενώνας Ν
1. συν. στον πληθ. οι παρθενώνες
ιδιαίτερα διαμερίσματα στο σπίτι, όπου έμεναν αποκλειστικά τα κορίτσια της οικογένειας
2. ως κύριο όν. Παρθενών και Παρθενώνας
ο περιώνυμος ναός της Αθηνάς Παρθένου που οικοδομήθηκε στην αθηναϊκή Ακρόπολη στα χρόνια του Περικλέους από τον Ικτίνο και τον Καλλικράτη
αρχ.
1. τμήμα του ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη όπου οι Ατθίδες φιλοτέχνησαν τον κόσμο, τα στολίδια της θεάς
2. ο σηκός του ναού της Αρτέμιδος στη Μαγνησία και της Μεγάλης Μητρός στην Κύζικο και στην Ερμιόνη
3. μονή παρθένων
4. ονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια
5. (κατά το λέξ. Σούδα) «παρθενώνος
τοῦ τῶν παρθένων χοροῦ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + επίθημα -εών / -ών / -ώνας (πρβλ. παπυρ-ών)].

Greek Monotonic

παρθενών: -ῶνος, ὁ (παρθένος
I. δωμάτιο παρθένου, κάμαρα, θάλαμος νεαρής κοπέλας μέσα στο σπίτι, κυρίως στον πληθ., σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
II. στον ενικ., ο Παρθενώνας ή ναός της Αθηνάς Παρθένου στην Ακρόπολη της Αθήνας, που ανακατασκευάστηκε από τον Περικλή, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

παρθενών: ῶνος ὁ помещение для девушек, девичьи покои Aesch., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενών -ῶνος, ὁ [παρθένος] meisjeskamer; in Athene ὁ Παρθενών de (het) Parthenon.

Middle Liddell

παρθενών, ῶνος, ὁ, παρθένος
I. the maidens' apartments, young women's chambers in a house, mostly in plural, Aesch., Eur., etc.
II. in sg. the Parthenon or temple of Athena Parthenos in the citadel at Athens, rebuilt under Pericles, Dem.