ἁρμελάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
m (Text replacement - " syll." to " syllable")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρμελάτης''': -ου, ὁ, = [[ἁρματηλάτης]], Welcker Συλλ. Ἐπιγρ. 212· [[ὡσαύτως]], ἁρμελᾰτήρ, ῆρος, ὁ, Ἐπῖγράμμ. Ἑλλ. 618. 1.
|lstext='''ἁρμελάτης''': -ου, ὁ, = [[ἁρματηλάτης]], Welcker Συλλ. Ἐπιγρ. 212· [[ὡσαύτως]], ἁρμελᾰτήρ, ῆρος, ὁ, Ἐπῖγράμμ. Ἑλλ. 618. 1.
}}
{{trml
|trtx=Catalan: cotxer, auriga; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech: vozataj; Dutch: [[wagenmenner]]; French: [[aurige]]; Galician: cocheiro, auriga; Ancient Greek: [[ἡνίοχος]], [[ἀνίοχος]], [[ὑφηνίοχος]], [[ἡνιόχη]], [[τροχηλάτης]], [[ἡνιόστροφος]], [[διφρευτής]], [[διφρηλάτης]], [[διφρελάτειρα]], [[ἁρματηλάτης]], [[ἁρμελάτης]], [[ἁρμελατήρ]], [[ἐλατήρ]], [[διώξιππος]], [[εἰσαφέτης]], [[ἁρμάτων ἐπιστάτης]], [[ἁρμάτων ἐπεμβάτης]], [[ποιμὴν ὄχου]], [[ἱππεύς]], [[ἁμαξεύς]], [[ἱπποκέλευθος]]; Hindi: सारथी; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Latin: [[auriga]], [[essedarius]]; Malayalam: സാരഥി; Russian: [[возничий]]; Spanish: [[cochero]], [[auriga]]; Tamil: தேரோட்டி
}}
}}

Revision as of 21:02, 11 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμελάτης Medium diacritics: ἁρμελάτης Low diacritics: αρμελάτης Capitals: ΑΡΜΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: harmelátēs Transliteration B: harmelatēs Transliteration C: armelatis Beta Code: a(rmela/ths

English (LSJ)

[λᾰ], ου, ὁ, = ἁρμελατήρ (charioteer), Orac. ap. Eun.Hist.p.229D. 2 name of a bandage, Gal.12.497 Chart.

German (Pape)

[Seite 355] ὁ, Wagenlenker, Welcker syllable ep. 212.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμελάτης: -ου, ὁ, = ἁρματηλάτης, Welcker Συλλ. Ἐπιγρ. 212· ὡσαύτως, ἁρμελᾰτήρ, ῆρος, ὁ, Ἐπῖγράμμ. Ἑλλ. 618. 1.

Translations

Catalan: cotxer, auriga; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech: vozataj; Dutch: wagenmenner; French: aurige; Galician: cocheiro, auriga; Ancient Greek: ἡνίοχος, ἀνίοχος, ὑφηνίοχος, ἡνιόχη, τροχηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, διφρηλάτης, διφρελάτειρα, ἁρματηλάτης, ἁρμελάτης, ἁρμελατήρ, ἐλατήρ, διώξιππος, εἰσαφέτης, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου, ἱππεύς, ἁμαξεύς, ἱπποκέλευθος; Hindi: सारथी; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Latin: auriga, essedarius; Malayalam: സാരഥി; Russian: возничий; Spanish: cochero, auriga; Tamil: தேரோட்டி