βριθύς: Difference between revisions
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βριθύς]], - | |mltxt=[[βριθύς]], -εῖα, -ύ (Α) [[βρίθω]]<br />[[βαρύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:05, 27 September 2022
English (LSJ)
εῖα, ύ, heavy, ἔγχος Il.5.746, etc.; once in Trag., βριθύτερος A.Ag.200 (lyr.), cf. Id.Eleg.5, Q.S.3.540 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 464] εῖα, ύ, schwer, wuchtvoll, Hom. sechsmal, als Epitheton von ἔγχος, in der Form βριθύ, Versanfang, neben μέγα στιβαρόν, ἔγχος βριθὺ μέγα στιβαρόν Iliad. 5, 746. 8, 390. 16, 141. 802. 19, 388 Odyss. 1, 100. – Compar. βριθύτερος Aesch. Ag. 200.
Greek (Liddell-Scott)
βρῑθύς: -εῖα, ύ, (βρῖ) βαρύς, σταθερός, ἔγχος Ἰλ. Ε. 746, κτλ. ἅπαξ μόνον παρὰ Τραγ., βριθύτερος Αἰσχύλ. Ἀγ. 200, πρβλ. Ἀποσπ. 447.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
lourd, pesant;
Cp. βριθύτερος.
Étymologie: cf. βρίθω.
Spanish (DGE)
(βρῑθύς) -εῖα, -ύ
1 pesado, ἔγχος Il.5.746, ὁπλιτοπάλας A.Fr.353a, ῥόπαλον AP 11.158 (Antip.Thess.), λίθος Orph.A.493, δέμας Q.S.3.540, cf. A.D.Adu.157.12, Hsch.
2 fig. triste, amargo χείματος ... μῆχαρ βριθύτερον A.A.200.
Greek Monolingual
βριθύς, -εῖα, -ύ (Α) βρίθω
βαρύς.
Greek Monotonic
βρῑθύς: -εῖα, -ύ, βαρύς, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. βριθύτερος, σε Αισχύλ. (πρβλ. βριᾰρός).
Russian (Dvoretsky)
βρῑθύς: εῖα, ύ
1) тяжелый, тяжеловесный (ἔγχος Hom.; βάσταγμα Plut.);
2) тяжеловооруженный (ὁπλιτοπάλας Aesch.);
3) тяжкий, губительный (μῆχαρ Aesch.).
Middle Liddell
[Cf. βριαρός.]
weighty, heavy, Il, Irreg. comp. βριθύτερος, Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βριθύς -εῖα -ύ [βρι- ‘zwaar’] zwaar; ook overdr., d.w.z. moeilijk te accepteren.