ἤλυσις: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἤλυσις]], ἡ (Α)<br />[[οδός]], [[πορεία]] («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί [[έλευσις]] από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>ελυθ</i>-) του θ. <i>ελευθ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ελεύσομαι</i>, μέλλ. του [[ελεύθω]] «[[έρχομαι]]»). Η [[έκταση]] του αρχ. φωνήεντος (<i>η</i>-) πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] του <i>ελ</i>-<i>ήλυθ</i>-<i>α</i> ή σε [[σύνθετα]] του τύπου <i>εν</i>-<i>ηλύσια</i>, <i>επ</i>-<i>ηλύσια</i> (<b>βλ.</b> [[ηλύσιος]])].
|mltxt=[[ἤλυσις]], ἡ (Α)<br />[[οδός]], [[πορεία]] («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῖσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί [[έλευσις]] από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>ελυθ</i>-) του θ. <i>ελευθ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ελεύσομαι</i>, μέλλ. του [[ελεύθω]] «[[έρχομαι]]»). Η [[έκταση]] του αρχ. φωνήεντος (<i>η</i>-) πιθ. να οφείλεται σε [[επίδραση]] του <i>ελ</i>-<i>ήλυθ</i>-<i>α</i> ή σε [[σύνθετα]] του τύπου <i>εν</i>-<i>ηλύσια</i>, <i>επ</i>-<i>ηλύσια</i> (<b>βλ.</b> [[ηλύσιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:20, 29 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤλῠσις Medium diacritics: ἤλυσις Low diacritics: ήλυσις Capitals: ΗΛΥΣΙΣ
Transliteration A: ḗlysis Transliteration B: ēlysis Transliteration C: ilysis Beta Code: h)/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ, = ἔλευσις step, gait, βραδύπουν ἤ. προτιθεῖσα E.Hec. 67; πυκνὴν βαίνων ἤ. Id.Ph.844; πικρὰν διώκων ἤ. Id.HF1041.

German (Pape)

[Seite 1164] ἡ, das Gehen, der Gang; σπεύσω βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῖσα Eur. Hec. 66; πυκνὴν δὲ βαίνων ἤλυσιν Phoen. 851.

Greek (Liddell-Scott)

ἤλῠσις: -εως, ἡ, = ἔλευσις, ὁδός, πορεία, βραδύπουν ἠλ. σπεύδειν Εὐρ. Ἑκ. 67· πυκνὴν βαίνειν ἤλ., ὁ αὐτ. Φοιν. 844· πικρὰν διώκων ἤλ. ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1041· - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 251, ἴδε Δινδ. - Πρβλ. Κόντον. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 147.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’aller, marche.
Étymologie: cf. ἤλυθον.

Greek Monolingual

ἤλυσις, ἡ (Α)
οδός, πορεία («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῖσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί έλευσις από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ελυθ-) του θ. ελευθ- (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ελεύθω «έρχομαι»). Η έκταση του αρχ. φωνήεντος (η-) πιθ. να οφείλεται σε επίδραση του ελ-ήλυθ-α ή σε σύνθετα του τύπου εν-ηλύσια, επ-ηλύσια (βλ. ηλύσιος)].

Greek Monotonic

ἤλῠσις: -εως, ἡ, = ἔλευσις, οδός, πορεία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἤλῠσις: εως ἡ хождение, движение: βραδύπους ἤλυσις ἄρθρων Eur. медленное передвижение (старческих) членов (Гекубы); πικρὰν ἤλυσιν διώκειν Eur. совершать мучительный путь.

Middle Liddell

ἤλῠσις, εως = ἔλευσις
a step, Eur.

English (Woodhouse)

gait, manner of walking, way of walking

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)