ἀφραδία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] ἡ, Unverstand, Thorheit, Unbesonnenheit, bes. im plur., Il. 5, 649. 16, 354; νόοιο 10. 122; ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο, Unerfahrenheit im Kriege, Iliad. 2, 368. Vgl. die Homerische Nachahmung Aristoph. Pac. 1064.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] ἡ, Unverstand, Thorheit, Unbesonnenheit, bes. im plur., Il. 5, 649. 16, 354; νόοιο 10. 122; ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο, Unerfahrenheit im Kriege, Iliad. 2, 368. Vgl. die Homerische Nachahmung Aristoph. Pac. 1064.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀφρᾰδία) -ας, ἡ<br />[[falta de sentido]], [[insensatez]], [[necedad]] en Hom. en dat. ἀνέρος ἀφραδίῃσι <i>Il</i>.5.649, ποιμένος ἀφραδίῃσι <i>Il</i>.16.354, ἀφραδίῃσι πολέμοιο <i>Il</i>.2.368, parod. οἵτινες ἀφραδίῃσι θεῶν νόον οὐκ ἀίοντες Ar.<i>Pax</i> 1064, ἐξενάριξαν ἀφραδίῃ A.R.1.93<br /><b class="num">•</b>en gen. δι' ἀφραδίας por imprudencia</i>, <i>Od</i>.19.523<br /><b class="num">•</b>[[locura]], [[extravío]] ἄλγε' ἔχοντες ἀφραδίῃς Hes.<i>Op</i>.134, ἦ γὰρ [[ἔγωγε]] δέδοικ' ἀφραδίην ἐσορῶν καὶ στάσιν Ἑλλήνων Thgn.780, cf. Sol.3.5.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[irréflexion]], [[imprudence]], [[étourderie]];<br /><b>2</b> [[inexpérience]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀφραδής]].
}}
{{elru
|elrutext=[[ἀφραδίη]]: ἡ<br /><b class="num">1)</b> преимущ. pl. [[безрассудство]], [[безумие]] Hom., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[неопытность]], [[незнание]] (πολέμοιο Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφρᾰδία''': Ἰων, ίη, ἡ, [[ἀσυνεσία]], [[μωρία]], ἀπερισκεψία· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ δοτ. πληθ., ἀνέρος ἀφραδίῃσι Ἰλ. Ε. 649· ποιημένος ἀφραδίῃσι Π. 354, κτλ. · πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 523, [[ἔνθα]] τὸ δι’ ἀφραδίας κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας· καὶ ἸΛ. Β. 368, [[ἔνθα]] ἔχομεν ἀφραδίῃ πολέμοιο. ― Λέξις ποιητ., ἀνθ’ ἧς ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ κεῖται ἡ [[λέξις]] [[ἀφροσύνη]], ἀλλ’ ἐφραδίῃσι παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρήν. 1064.
|lstext='''ἀφρᾰδία''': Ἰων, ίη, ἡ, [[ἀσυνεσία]], [[μωρία]], ἀπερισκεψία· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ δοτ. πληθ., ἀνέρος ἀφραδίῃσι Ἰλ. Ε. 649· ποιημένος ἀφραδίῃσι Π. 354, κτλ. · πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 523, [[ἔνθα]] τὸ δι’ ἀφραδίας κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας· καὶ ἸΛ. Β. 368, [[ἔνθα]] ἔχομεν ἀφραδίῃ πολέμοιο. ― Λέξις ποιητ., ἀνθ’ ἧς ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ κεῖται ἡ [[λέξις]] [[ἀφροσύνη]], ἀλλ’ ἐφραδίῃσι παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρήν. 1064.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀφρᾰδία) -ας, ἡ<br />[[falta de sentido]], [[insensatez]], [[necedad]] en Hom. en dat. ἀνέρος ἀφραδίῃσι <i>Il</i>.5.649, ποιμένος ἀφραδίῃσι <i>Il</i>.16.354, ἀφραδίῃσι πολέμοιο <i>Il</i>.2.368, parod. οἵτινες ἀφραδίῃσι θεῶν νόον οὐκ ἀίοντες Ar.<i>Pax</i> 1064, ἐξενάριξαν ἀφραδίῃ A.R.1.93<br /><b class="num">•</b>en gen. δι' ἀφραδίας por imprudencia</i>, <i>Od</i>.19.523<br /><b class="num">•</b>[[locura]], [[extravío]] ἄλγε' ἔχοντες ἀφραδίῃς Hes.<i>Op</i>.134, ἦ γὰρ [[ἔγωγε]] δέδοικ' ἀφραδίην ἐσορῶν καὶ στάσιν Ἑλλήνων Thgn.780, cf. Sol.3.5.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:32, 30 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρᾰδία Medium diacritics: ἀφραδία Low diacritics: αφραδία Capitals: ΑΦΡΑΔΙΑ
Transliteration A: aphradía Transliteration B: aphradia Transliteration C: afradia Beta Code: a)fradi/a

English (LSJ)

Ion. ἀφραδίη, ἡ, folly, thoughtlessness, in Hom. always in dat. pl., ἀνέρος ἀφραδίῃσι Il.5.649; ποιμένος ἀφραδίῃσι 16.354; exc. δι' ἀφραδίας Od.19.523, and ἀφραδίῃ πολέμοιο Il.2.368.—Ep. word, ἀφροσύνη being used for it in Prose; ἀφραδίῃσι in a mock heroic line, Ar.Pax1064 (hex.).

German (Pape)

[Seite 414] ἡ, Unverstand, Thorheit, Unbesonnenheit, bes. im plur., Il. 5, 649. 16, 354; νόοιο 10. 122; ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο, Unerfahrenheit im Kriege, Iliad. 2, 368. Vgl. die Homerische Nachahmung Aristoph. Pac. 1064.

Spanish (DGE)

(ἀφρᾰδία) -ας, ἡ
falta de sentido, insensatez, necedad en Hom. en dat. ἀνέρος ἀφραδίῃσι Il.5.649, ποιμένος ἀφραδίῃσι Il.16.354, ἀφραδίῃσι πολέμοιο Il.2.368, parod. οἵτινες ἀφραδίῃσι θεῶν νόον οὐκ ἀίοντες Ar.Pax 1064, ἐξενάριξαν ἀφραδίῃ A.R.1.93
en gen. δι' ἀφραδίας por imprudencia, Od.19.523
locura, extravío ἄλγε' ἔχοντες ἀφραδίῃς Hes.Op.134, ἦ γὰρ ἔγωγε δέδοικ' ἀφραδίην ἐσορῶν καὶ στάσιν Ἑλλήνων Thgn.780, cf. Sol.3.5.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 irréflexion, imprudence, étourderie;
2 inexpérience.
Étymologie: ἀφραδής.

Russian (Dvoretsky)

ἀφραδίη: ἡ
1) преимущ. pl. безрассудство, безумие Hom., Arph.;
2) неопытность, незнание (πολέμοιο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρᾰδία: Ἰων, ίη, ἡ, ἀσυνεσία, μωρία, ἀπερισκεψία· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατὰ δοτ. πληθ., ἀνέρος ἀφραδίῃσι Ἰλ. Ε. 649· ποιημένος ἀφραδίῃσι Π. 354, κτλ. · πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 523, ἔνθα τὸ δι’ ἀφραδίας κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας· καὶ ἸΛ. Β. 368, ἔνθα ἔχομεν ἀφραδίῃ πολέμοιο. ― Λέξις ποιητ., ἀνθ’ ἧς ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ κεῖται ἡ λέξις ἀφροσύνη, ἀλλ’ ἐφραδίῃσι παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρήν. 1064.

Greek Monolingual

ἀφραδία και -δίη, η (Α)
1. αφροσύνη, απερισκεψία
2. άγνοια, απειρία.

Greek Monotonic

ἀφρᾰδία: Ιων. -ίη, , αφροσύνη, απερισκεψία, κυρίως σε Επικ. δοτ. πληθ. ἀφραδίῃσι, σε Όμηρ.· δι' ἀφραδίας, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[From ἀφραδής
folly, thoughtlessness, mostly in epic dat. pl., ἀφραδίηισι Hom.; δι' ἀφραδίας Od.