δυσπαράκλητος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=duspara/klhtos
|Beta Code=duspara/klhtos
|Definition=ον, [[inexorable]], Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>334</span>; τὸ δ. τοῦ τρόπου <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>16.5.4</span> ([[varia lectio|v.l.]] δυσπαραιτ-).
|Definition=ον, [[inexorable]], Sch.<span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>334</span>; τὸ δ. τοῦ τρόπου <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>16.5.4</span> ([[varia lectio|v.l.]] δυσπαραιτ-).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[implacable]], [[inexorable]] τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.<i>AI</i> 16.151 (cód., v. [[δυσπαραίτητος]]), [[ἀτελεύτητος]] δὲ [[δυσαξίωτος]], δ. Sch.S.<i>OT</i> 334P., glos. a [[δυσπαραίτητος]] Sch.A.<i>Pr</i>.34D., [[ἀναίδεια]] Sch.Er.<i>Il</i>.1.225c.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπαράκλητος''': -ον, [[ἀδυσώπητος]], ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.
|lstext='''δυσπαράκλητος''': -ον, [[ἀδυσώπητος]], ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[implacable]], [[inexorable]] τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.<i>AI</i> 16.151 (cód., v. [[δυσπαραίτητος]]), [[ἀτελεύτητος]] δὲ [[δυσαξίωτος]], δ. Sch.S.<i>OT</i> 334P., glos. a [[δυσπαραίτητος]] Sch.A.<i>Pr</i>.34D., [[ἀναίδεια]] Sch.Er.<i>Il</i>.1.225c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπαράκλητος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν επηρεάζεται από παρακλήσεις, [[σκληρός]], [[άτεγκτος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ) <i>τὸ δυσπαράκλητον</i><br />[[σκληρότητα]], [[ακαμψία]].
|mltxt=[[δυσπαράκλητος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν επηρεάζεται από παρακλήσεις, [[σκληρός]], [[άτεγκτος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ) <i>τὸ δυσπαράκλητον</i><br />[[σκληρότητα]], [[ακαμψία]].
}}
}}

Revision as of 11:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαράκλητος Medium diacritics: δυσπαράκλητος Low diacritics: δυσπαράκλητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparáklētos Transliteration B: dysparaklētos Transliteration C: dysparaklitos Beta Code: duspara/klhtos

English (LSJ)

ον, inexorable, Sch.S.OT334; τὸ δ. τοῦ τρόπου J.AJ16.5.4 (v.l. δυσπαραιτ-).

Spanish (DGE)

-ον
implacable, inexorable τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.AI 16.151 (cód., v. δυσπαραίτητος), ἀτελεύτητος δὲ δυσαξίωτος, δ. Sch.S.OT 334P., glos. a δυσπαραίτητος Sch.A.Pr.34D., ἀναίδεια Sch.Er.Il.1.225c.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu besänftigen, Sp., wie Schol. Soph. O. R 336.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράκλητος: -ον, ἀδυσώπητος, ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.

Greek Monolingual

δυσπαράκλητος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν επηρεάζεται από παρακλήσεις, σκληρός, άτεγκτος
2. (το ουδ. ως ουσ) τὸ δυσπαράκλητον
σκληρότητα, ακαμψία.