ἀλλοιότροπος: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)lloio/tropos
|Beta Code=a)lloio/tropos
|Definition=prob. l. for [[ἀλλότροπος]], Linusap. Stob.1.10.5; gloss on [[αἰλότροπος]], Hsch.
|Definition=prob. l. for [[ἀλλότροπος]], Linusap. Stob.1.10.5; gloss on [[αἰλότροπος]], Hsch.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de aspecto cambiante]] glosa a [[αἰλότροπον]] Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλλοιότροπος''': ὁ [[ποικίλος]] τοὺς τρόπους, ὁ [[εὐμετάβολος]], καὶ ἐπίρρ. -πως, Ἐκκλ.
|lstext='''ἀλλοιότροπος''': ὁ [[ποικίλος]] τοὺς τρόπους, ὁ [[εὐμετάβολος]], καὶ ἐπίρρ. -πως, Ἐκκλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de aspecto cambiante]] glosa a [[αἰλότροπον]] Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλλοιότροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[συχνά]] μεταβάλλει [[φύση]] [[διαφορετικός]], μεταβαλλόμενος, [[ευμετάβολος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλοῖος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλλοιοτροπία]], <i>ἀλλοιοτροπῶ</i>].
|mltxt=[[ἀλλοιότροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[συχνά]] μεταβάλλει [[φύση]] [[διαφορετικός]], μεταβαλλόμενος, [[ευμετάβολος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλοῖος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλλοιοτροπία]], <i>ἀλλοιοτροπῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:48, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοιότροπος Medium diacritics: ἀλλοιότροπος Low diacritics: αλλοιότροπος Capitals: ΑΛΛΟΙΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: alloiótropos Transliteration B: alloiotropos Transliteration C: alloiotropos Beta Code: a)lloio/tropos

English (LSJ)

prob. l. for ἀλλότροπος, Linusap. Stob.1.10.5; gloss on αἰλότροπος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον de aspecto cambiante glosa a αἰλότροπον Hsch.

German (Pape)

[Seite 104] veränderlich; wenn nicht für beide ἀλλοτρ. zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιότροπος: ὁ ποικίλος τοὺς τρόπους, ὁ εὐμετάβολος, καὶ ἐπίρρ. -πως, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀλλοιότροπος, -ον (Α)
αυτός που συχνά μεταβάλλει φύση διαφορετικός, μεταβαλλόμενος, ευμετάβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + τρόπος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιοτροπία, ἀλλοιοτροπῶ].