ἀμφίβασις: Difference between revisions
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)mfibasis | |Beta Code=a)mfibasis | ||
|Definition=εως, ἡ, [[defence of]] fallen comrade, δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν . . Τρώων <span class="bibl">Il.5.623</span>. | |Definition=εως, ἡ, [[defence of]] fallen comrade, δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν . . Τρώων <span class="bibl">Il.5.623</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀμφίβᾰσις) -εως, ἡ<br />[[defensa]] alrededor de un muerto δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν ... Τρώων <i>Il</i>.5.623, cf. [[ἀμφίβασις]]· ὑπὲρ νεκροῦ μάχη Hsch., <i>Et.Sym</i>.813. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[protection]], sc. νεκροῦ, Il. 5.623†. | |auten=[[protection]], sc. νεκροῦ, Il. 5.623†. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:55, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, defence of fallen comrade, δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν . . Τρώων Il.5.623.
Spanish (DGE)
(ἀμφίβᾰσις) -εως, ἡ
defensa alrededor de un muerto δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν ... Τρώων Il.5.623, cf. ἀμφίβασις· ὑπὲρ νεκροῦ μάχη Hsch., Et.Sym.813.
German (Pape)
[Seite 136] ἡ, das Umgeben, Hom. einmal, Iliad. 5, 623 δεῖσε δ' ὅ γ' ἀμφίβασιν κρατερὴν Τρώων ἀγερώχων, die Vertheidigung, s. ἀμφιβαίνω, vgl. Apoll. lex. Hom. 27, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβᾰσις: -εως, ἡ, κύκλωσις, δεῖσε δ’ ὃ γ’ ἀμφίβασιν… Τρώων (ὅ ἐ. τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας), Ἰλ. Ε. 623· πρβλ. ἀμφιβαίνω Ι. 3. ― Ὁ Ἡσύχ. λέγει: «ἀμφίβασις, ὑπὲρ νεκροῦ μάχη· περιβάντες γὰρ τὸν νεκρὸν ἐμάχοντο περὶ τοῦ σώματος ἵνα μὴ σκυλευθῇ».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'aller autour : ἀμφίβασις Τρώων IL les Troyens qui s'avancent autour.
Étymologie: ἀμφιβαίνω.
English (Autenrieth)
protection, sc. νεκροῦ, Il. 5.623†.
Greek Monolingual
ἀμφίβασις (-εως), η (Α) ἀμφιβαίνω
η υπεράσπιση τραυματισμένου συντρόφου με μάχη που δίνεται γύρω από αυτόν.
Greek Monotonic
ἀμφίβᾰσις: -εως, ἡ (ἀμφιβαίνω), κύκλωμα, περιτύλιγμα, περικύκλωση, ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίβᾰσις: εως ἡ обходное движение: δεῖσε ἀμφίβασιν Τρώων Hom. (Эант) побоялся быть окруженным троянцами.
Middle Liddell
ἀμφιβαίνω
a going round, encompassing, ἀμφίβασιν Τρώων = τοὺς ἀμφιβαίνοντας Τρῶας, Il.